Η Σεβάνα με μεγάλη δυσκολία συνέχισε να περπατά. Η Ντεσαίν είχε ταχθεί εναντίον της όταν την είχαν εκλέξει Σοφή, είχε κάνει βούκινο ότι η Σεβάνα δεν είχε μαθητεύσει και δεν είχε επισκεφθεί το Ρουίντιαν, κι είχε ισχυριστεί ότι η θέση της ως αντικαταστάτρια του αρχηγού φατρίας δεν συμβιβαζόταν με το αξίωμα της Σοφίας. Εκτός αυτού, ως χήρα όχι ενός αλλά δύο νεκρών αρχηγών, ίσως να έφερνε κακοτυχία. Ευτυχώς, αρκετές Σοφές του Σάιντο είχαν ακούσει τη Σεβάνα, όχι την Ντεσαίν. Δυστυχώς, όμως, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν συμφωνήσει με την Ντεσαίν, κι έτσι η Σεβάνα δεν μπορούσε να την ξεφορτωθεί διακριτικά. Οι Σοφές υποτίθεται πως ήταν ανέγγιχτες —πηγαινοέρχονταν ελεύθερα ακόμα και μεταξύ των Σάιντο από εκείνους τους ανόητους και τους προδότες κάτω στην Καιρχίν — αλλά η Σεβάνα σκόπευε να βρει τρόπο.
Η Θεράβα, σαν να την είχαν μολύνει οι αμφιβολίες της Ντεσαίν, άρχισε να μουρμουρίζει, σχεδόν μονολογώντας. «Αυτό που κακώς έγινε είναι που στραφήκαμε εναντίον των Άες Σεντάι. Τις υπηρετούσαμε πριν από το Τσάκισμα κι αποτύχαμε στο έργο μας· γι’ αυτό μας έστειλαν στην Τρίπτυχη Γη. Αν τις απογοητεύσουμε ξανά, θα αφανιστούμε».
Έτσι πίστευαν όλοι· ήταν κάτι από τα παμπάλαια παραμύθια, σχεδόν έθιμο. Η Σεβάνα δεν ήταν τόσο σίγουρη. Αυτές οι Άες Σεντάι τής φαίνονταν αδύναμες κι ανόητες, όπως ταξίδευαν με συνοδεία λίγων εκατοντάδων ανδρών σε περιοχές που οι αληθινοί Αελίτες, το Σάιντο, μπορούσαν να τις καταπνίξουν με χιλιάδες. «Καινούρια μέρα έχει έρθει», είπε κοφτά, επαναλαμβάνοντας μέρος μιας ομιλίας της προς τις Σοφές. «Δεν είμαστε πια δεμένες με την Τρίπτυχη Γη. Όσοι έχουν μάτια βλέπουν ότι αυτό που υπήρχε άλλαξε. Πρέπει να αλλάξουμε, αλλιώς θα ανταμώσουμε το τέλος μας και θα είναι σαν να μην είχαμε υπάρξει ποτέ». Βεβαίως, δεν είχε πει ποτέ πόσες αλλαγές σκόπευε να επιφέρει. Αν περνούσε το δικό της, οι Σοφές του Σάιντο δεν θα έστελναν ποτέ άνδρα στο Ρουίντιαν.
«Είτε καινούρια μέρα είτε παλιά», μούγκρισε η Ντεσαίν, «τι θα κάνουμε με τον Ραντ αλ’Θόρ, αν καταφέρουμε να τον πάρουμε από τις Άες Σεντάι; Το καλύτερο και το ευκολότερο θα ήταν να του καρφώσουμε ένα μαχαίρι στα παΐδια όσο αυτές θα τον συνοδεύουν στον Βορρά».
Η Σεβάνα δεν απάντησε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ακόμα. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι από τη στιγμή που θα είχε στα χέρια της τον λεγόμενο Καρ’α’κάρν, τον αρχηγό των αρχηγών όλων των Άελ, αλυσοδεμένο μπροστά στη σκηνή της σαν άγριο σκυλί, τότε αυτή η γη πραγματικά θα ανήκε στο Σάιντο. Και στην ίδια. Το ήξερε αυτό, ακόμα και πριν από τότε που εκείνος ο παράξενος υδρόβιος την είχε βρει με κάποιον τρόπο στα βουνά που αυτοί εδώ ονόμαζαν Μαχαίρι του Σφαγέα. Της είχε δώσει έναν μικρό κύβο φτιαγμένο από σκληρή πέτρα, περίτεχνα σκαλισμένο με παράξενα μοτίβα, και της είχε πει τι θα τον έκανε με τη βοήθεια μιας Σοφής που μπορούσε να διαβιβάζει, όταν θα είχε ανήμπορο τον αλ’Θόρ. Η Σεβάνα είχε τον κύβο συνεχώς στο πουγκί στη ζώνη της· δεν είχε αποφασίσει τι θα έπραττε, αλλά ως τώρα δεν είχε πει σε κανέναν ούτε για τον άνθρωπο, ούτε για τον κύβο. Με το κεφάλι ψηλά, προχώρησε κάτω από τον πυρωμένο ήλιο του φθινοπωρινού ουρανού.
Ο κήπος του παλατιού μπορεί να πρόσφερε κάποια δροσιά, αν υπήρχαν δένδρα, αλλά τα ψηλότερα φυτά εκεί ήταν θάμνοι κλαδεμένοι σε περίτεχνα, διακοσμητικά σχέδια, σαν να τους είχαν βασανίσει για να πάρουν σχήματα αλόγων που έτρεχαν ή αρκούδων που έκαναν τούμπες και τεχνάσματα κι άλλα τέτοια. Οι κηπουροί, οι οποίοι φορούσαν μόνο πουκάμισο, έτρεχαν με κουβάδες γεμάτους νερό κάτω από τον καυτό απογευματινό ήλιο και προσπαθούσαν να σώσουν τα δημιουργήματά τους. Είχαν παραδεχτεί την ήττα τους στα λουλούδια, είχαν καθαρίσει τα παρτέρια και τα είχαν καλύψει με χλοοτάπητα, που κι αυτός έπνεε τα λοίσθια.
«Κρίμα που είναι τόσο έντονη η ζέστη», είπε ο Άιλρον. Έβγαλε με μια υπέρκομψη χειρονομία ένα δαντελένιο μαντίλι από το επίσης δαντελένιο μανίκι του κίτρινου μεταξωτού σακακιού του, σκούπισε απαλά το πρόσωπό του, και μετά το πέταξε στην άκρη. Ένας υπηρέτης με χρυσοκόκκινη λιβρέα το άρπαξε στα γρήγορα από το χαλικόστρωτο δρομάκι και ξανακρύφτηκε· ένας άλλος ακούμπησε ένα καθαρό μαντίλι στο χέρι του Βασιλιά, για να το ξαναβάλει εκείνος στο μανίκι του. Ο Άιλρον φυσικά δεν ένευσε, δεν έδειξε καν ότι τους είχε προσέξει. «Τα παιδιά συνήθως καταφέρνουν να κρατήσουν τα φυτά θαλερά ως την άνοιξη, όμως ίσως χάσω μερικά φέτος τον χειμώνα. Μιας και δεν φαίνεται ότι θα έχουμε χειμώνα. Αντέχουν πιο πολύ την παγωνιά παρά την ανομβρία. Δεν βρίσκεις ότι είναι έξοχα, αγαπητή μου;»
Ο Αιλρον, Χρισμένος του Φωτός, Βασιλιάς κι Υπερασπιστής της Αμαδισίας, Φύλακας της Νότιας Πύλης, δεν ήταν τόσο όμορφος όσο έλεγαν οι φήμες, αλλά βέβαια όταν τον είχε πρωτοσυναντήσει η Μοργκέις, πριν από τόσα χρόνια, είχε υποψιαστεί πως ίσως ο ίδιος να ήταν η πηγή τους. Τα μελαχρινά μαλλιά του ήταν πυκνά και κυματιστά —και είχαν αρχίσει να αραιώνουν μπροστά. Η μύτη του ήταν λιγάκι μακριά, τα αυτιά του κάπως μεγάλα. Ολόκληρο το πρόσωπό του έδειχνε μαλθακότητα. Κάποια μέρα θα έπρεπε να τον ρωτήσει. Αυτή η Νότια Πύλη πού έβγαζε;