Выбрать главу

Ανεμίζοντας τη σμιλεμένη βεντάλια της από φίλντισι, κοίταξε ένα από τα... δημιουργήματα των κηπουρών. Έμοιαζαν να είναι τρεις πελώριες γυμνές γυναίκες που πάλευαν απελπισμένα με γιγαντιαία ερπετά. «Είναι πολύ εντυπωσιακά», είπε. Όταν πήγαινες κάπου ως ζητιάνος, έλεγες αυτά που έπρεπε να πεις.

«Ναι. Ναι, πράγματι. Α, μα φαίνεται ότι με καλούν υποθέσεις του κράτους. Φοβούμαι πως πρόκειται περί ενός επείγοντος ζητήματος». Δώδεκα άνδρες, ντυμένοι πολύχρωμα όσο και τα φυτά που δεν ήταν πια εκεί, είχαν εμφανιστεί στην κοντή μαρμάρινη σκάλα, στην άλλη άκρη του μονοπατιού, και περίμεναν μπροστά σε δώδεκα αυλακωτές κολόνες, οι οποίες δεν στήριζαν τίποτα. «Θα ειδωθούμε το απόγευμα, αγαπητή μου. Θα μιλήσουμε για τα προβλήματα που σε ταλανίζουν και για το τι μπορώ να κάνω».

Υποκλίθηκε πιάνοντάς της το χέρι, τόσο που παραλίγο θα το φιλούσε, εκείνη έκλινε ελαφρά το γόνυ, μουρμουρίζοντας τις ανάλογες φιλοφρονήσεις, κι ύστερα ο άνδρας έφυγε, ακολουθούμενος απ’ όλη την κουστωδία των υπηρετών του —εκτός από έναν— οι οποίοι τον συνόδευαν παντού.

Τώρα που ο άλλος είχε φύγει, η Μοργκέις ανέμισε πιο γοργά τη βεντάλια απ’ όσο θα μπορούσε ενώπιόν του —ο άνθρωπος υποκρινόταν ότι δεν τον άγγιζε η ζέστη παρά τα ποτάμια του ιδρώτα στο πρόσωπό του— και στράφηκε προς τα διαμερίσματά της. Ήταν δικά της από φιλανθρωπία, όπως κι η ουρανί τουαλέτα που φορούσε ήταν δωρισμένη. Επέμεινε να έχει ψηλό γιακά, σε πείσμα του καιρού· είχε άποψη για τα βαθιά ντεκολτέ.

Ο μοναχικός σερβιτόρος την ακολούθησε, κρατώντας μικρή απόσταση. Όπως κι ο Τάλανβορ, φυσικά, που ερχόταν κατά πόδας, επιμένοντας ακόμα να φορά το κακοφτιαγμένο πράσινο σακάκι με το οποίο είχε ταξιδέψει, ζωσμένος το σπαθί λες και περίμενε επίθεση στο Παλάτι Σεράντα, το οποίο δεν απείχε ούτε δύο μίλια από το Άμαντορ. Προσπάθησε να αγνοήσει τον ψηλό νεαρό, αλλά, όπως συνήθως, δεν μπορούσες να τον αγνοήσεις.

«Έπρεπε να πάμε στην Γκεάλνταν, Μοργκέις. Στην Τζεχάνα».

Η Μοργκέις είχε αφήσει μερικά πράγματα να φτάσουν στα όρια. Τα φουστάνια της άφησαν έναν οξύ, σχιστό ήχο καθώς στριφογυρνούσε για να τον αντιμετωπίσει, και τα μάτια της γέμισαν φλόγες. «Στο ταξίδι μας, ήταν ανάγκη να δείξουμε κάποια διακριτικότητα, όμως τώρα αυτοί που μας περιβάλλουν ξέρουν ποια είμαι. Να το θυμάσαι κι εσύ και να δείχνεις τον προσήκοντα σεβασμό στη Βασίλισσά σου. Γονάτισε!»

Προς μεγάλη της έκπληξη, εκείνος δεν κουνήθηκε ρούπι. «Είσαι η Βασίλισσά μου, Μοργκέις;» Τουλάχιστον, είχε χαμηλώσει τη φωνή του για να μη τον ακούσουν και το διαδώσουν, αλλά το βλέμμα του... Παραλίγο να κάνει μερικά βήματα πίσω, αντικρίζοντας τον γυμνό πόθο εκεί. Και τον θυμό. «Δεν θα σε εγκαταλείψω όσο ζεις, Μοργκέις, αλλά εσύ εγκατέλειψες πολλά όταν παράτησες το Άντορ στα χέρια του Γκάεμπριλ. Όταν το ξαναβρείς, θα γονατίσω στα πόδια σου, κι αν θέλεις πάρε μου το κεφάλι, αλλά ως τότε... Έπρεπε να είχαμε πάει στην Γκεάλνταν».

Ο νεαρός ανόητος θα ήταν πρόθυμος να πεθάνει πολεμώντας τον σφετεριστή, ακόμα κι όταν η Μοργκέις είχε ανακαλύψει ότι κανένας Οίκος του Άντορ δεν δεχόταν να την υποστηρίξει και, μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, από τότε που είχε αποφασίσει ότι η μόνη επιλογή της θα ήταν να ζητήσει ξένη βοήθεια, ο Τάλανβορ γινόταν ολοένα πιο θρασύς κι απείθαρχος. Αν η Μοργκέις ζητούσε από τον Άιλρον το κεφάλι του Τάλανβορ, θα της το πρόσφερε δίχως ούτε μια ερώτηση. Το ότι δεν θα της έκανε ερωτήσεις όμως, δεν σήμαινε ότι δεν θα υπήρχαν. Ήταν στ’ αλήθεια ζητιάνα εδώ και δεν μπορούσε να ζητήσει ούτε μια χάρη που να μην είναι αναγκαία. Εκτός αυτού, αν δεν ήταν ο Τάλανβορ, η Μοργκέις δεν θα είχε φτάσει εδώ. Θα ήταν αιχμάλωτη —κάτι χειρότερο από αιχμάλωτη— του Άρχοντα Γκάεμπριλ. Ήταν οι μόνοι λόγοι για τους οποίους θα λυπόταν το κεφάλι του Τάλανβορ.

Ο στρατός της φρουρούσε τις περίτεχνα σκαλισμένες πόρτες των διαμερισμάτων της. Ο Μπέηζελ Γκιλ ήταν ένας ροδομάγουλος άνδρας με μαλλιά που γκρίζαραν και τα χτένιζε ματαιόδοξα για να σκεπάσει το φαλακρό σημείο του. Το δερμάτινο γιλέκο του, γεμάτο ραμμένους ατσάλινους δίσκους, φούσκωνε γύρω από την κοιλιά του, ενώ στη μέση του φορούσε ένα σπαθί, το οποίο είχε είκοσι χρόνια να το αγγίξει πριν το ζωστεί για να την ακολουθήσει. Ο Λάμγκουιν είχε χοντρό, στιβαρό κορμί, αν και τα βαριά βλέφαρά του τον έκαναν να δείχνει μισοκοιμισμένος. Είχε κι αυτός σπαθί, όμως οι ουλές στο πρόσωπο κι η μύτη που είχε σπάσει αρκετές φορές, έδειχναν σαφώς ότι ήταν μαθημένος να χρησιμοποιεί τα χέρια του ή το ρόπαλο. Ένας πανδοχέας κι ένας νταής του δρόμου· εκτός του Τάλανβορ, αυτός ήταν ο στρατός που διέθετε ως τώρα για να αποσπάσει το Άντορ και τον θρόνο της από τον Γκάεμπριλ.