Выбрать главу

Οι δύο υποκλίθηκαν αδέξια, όμως εκείνη προσπέρασε και βρόντηξε πίσω της την πόρτα στα μούτρα του Τάλανβορ. «Ο κόσμος», δήλωσε η Μοργκέις γρυλίζοντας, «θα ήταν ένα πολύ καλύτερο μέρος αν δεν υπήρχαν άνδρες».

«Το σίγουρο είναι όχι θα ήταν πιο άδειο», είπε η ηλικιωμένη τροφός της, η οποία καθόταν στην καρέκλα της στον προθάλαμο πλάι σε ένα πλατύ παράθυρο με βελούδινες κουρτίνες. Με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το κέντημα της, ο γκρίζος κότσος της Λίνι υψωνόταν στον αέρα. Ήταν λεπτή σαν καλαμιά, αλλά όχι τόσο ασθενική όσο έδειχνε. «Να υποθέσω ότι ο Αιλρον ούτε και σήμερα έδειξε πνεύμα συνεργασίας; Ή μήπως φταίει ο Τάλανβορ, παιδί μου; Μην επιτρέπεις στους άνδρες να σε αναστατώνουν, πρέπει να το μάθεις αυτό. Όταν αναστατώνεσαι, το πρόσωπό σου γεμίζει κοκκινίλες». Η Λίνι ακόμα δεν εννοούσε να παραδεχτεί ότι η Μοργκέις δεν ήταν πια μωρό, παρ’ όλο που είχε υπάρξει τροφός και της κόρης της.

«Ο Άιλρον ήταν γοητευτικότατος», είπε η Μοργκέις, διαλέγοντας τα λόγια της με προσοχή. Η τρίτη γυναίκα στο δωμάτιο, που ήταν καθισμένη στα γόνατα κι έβγαζε σεντόνια από ένα σεντούκι, ξεφύσησε δυνατά κι η Μοργκέις δυσκολεύτηκε να μη την αγριοκοιτάξει. Η Μπριάνε ήταν η... σύντροφος του Λάμγκουιν. Η κοντή, ηλιοκαμένη γυναίκα τον ακολουθούσε όπου πήγαινε, όμως ήταν Καιρχινή, κι η Μοργκέις δεν ήταν βασίλισσά, της, γεγονός που ήδη είχε καταστήσει σαφές. «Μια-δυο μέρες ακόμα», συνέχισε η Μοργκέις, «και νομίζω ότι θα υποσχεθεί να με βοηθήσει. Σήμερα, συμφώνησε επιτέλους πως χρειάζομαι στρατιώτες από αλλού για να ανακαταλάβω το Κάεμλυν. Όταν διώξουμε τον Γκάεμπριλ από το Κάεμλυν, οι ευγενείς θα σταθούν πάλι σύσσωμοι στο πλευρό μου». Έλπιζε ότι αυτό θα έκαναν· είχε καταλήξει στην Αμαδισία επειδή είχε αφήσει τον Γκάεμπριλ να την τυφλώσει, και για χάρη του είχε φερθεί άσχημα ακόμα και στους παλαιότερους φίλους που είχε μεταξύ των Οίκων.

«“Το αργό άλογο δεν φτάνει πάντα στο τέρμα του ταξιδιού”», παρέθεσε η Λίνι, που ήταν ακόμα απασχολημένη με το κέντημά της. Λάτρευε τα παλιά ρητά, αν κι η Μοργκέις υποψιαζόταν ότι κάποια εξ αυτών η παραμάνα της τα σκάρωνε επιτόπου.

«Αυτό το άλογο θα φτάσει», επέμεινε η Μοργκέις. Ο Τάλανβορ έσφαλλε για την Γκεάλνταν· σύμφωνα με τον Άιλρον, η χώρα είχε σχεδόν βυθιστεί στην αναρχία εξαιτίας του Προφήτη για τον οποίο ψιθύριζαν όλοι οι υπηρέτες, κάποιον που κήρυττε την Αναγέννηση του Δράκοντα. «Θα ήθελα λίγο παντς, Μπριάνε». Η άλλη έμεινε να την κοιτάζει, ώσπου η Μοργκέις πρόσθεσε, «Αν έχεις την καλοσύνη». Έστω κι έτσι, έβαλε το ποτό μουτρωμένη κι αλύγιστη.

Το μίγμα κρασιού και φρουτοχυμών είχε πάγο κι ήταν δροσιστικό σ’ αυτή τη ζέστη· το ασημένιο ποτήρι άφηνε μια ευχάριστη αίσθηση στο μέτωπο της Μοργκέις. Ο Άιλρον έστελνε να κατεβάσουν χιόνι και πάγο από τα Όρη της Ομίχλης, αν και χρειαζόταν συνεχή καραβάνια από άμαξες για να φτάσουν σε επαρκείς ποσότητες στο παλάτι.

Η Λίνι πήρε κι αυτή ένα ποτήρι. «Σχετικά με τον Τάλανβορ», άρχισε να λέει έπειτα από μια γουλιά.

«Παράτα τα, επιτέλους, Λίνι!» την αποπήρε η Μοργκέις.

«Τι κι αν είναι μικρότερος σου;», είπε η Μπριάνε. Είχε βάλει κι εκείνη παντς. Τι αναίδεια! Υποτίθεται πως ήταν υπηρέτρια, ό,τι κι αν ήταν στην Καιρχίν. «Αν τον θέλεις, πάρ’ τον. Ο Λάμγκουιν λέει ότι σου έχει δώσει όρκο, κι έχω δει πώς σε κοιτάζει». Γέλασε βραχνά. «Δεν θα σου πει όχι». Οι Καιρχινές ήταν αηδιαστικές, τουλάχιστον όμως οι περισσότερες έκρυβαν με σεμνότητα τους έκλυτους τρόπους τους.

Η Μοργκέις ήταν έτοιμη να τη διώξει από το δωμάτιο, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Δίχως να περιμένει άδεια από κάποιον, ένας ασπρομάλλης όλο νευρώνες και κόκαλα μπήκε μέσα. Ο χιονόλευκος μανδύας του είχε στο στήθος έναν ακτινωτό χρυσό ήλιο. Η Μοργκέις έλπιζε ότι θα απέφευγε τους Λευκομανδίτες πριν ο Άιλρον βάλει τη σφραγίδα του σε μία συγκεκριμένη συμφωνία. Η παγωνιά του κρασιού ξαφνικά πότισε βαθιά τα κόκαλά της. Πού ήταν ο Τάλανβορ κι οι άλλοι, για να έχει μπει έτσι απρόσκλητος;

Τα μαύρα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της κι έκανε μια λιτή υπόκλιση. Το πρόσωπό του ήταν γερασμένο, το δέρμα τσιτωμένο, όμως ο άνδρας ήταν αδύναμος σαν γλωσσίδι καμπάνας. «Είσαι η Μοργκέις του Άντορ;» είπε με σταθερή, βαθιά φωνή. «Είμαι ο Πέντρον Νάιαλ». Δεν ήταν απλώς ένας Λευκομανδίτης· ήταν ο Άρχοντας Μάγιστρος των Τέκνων του Φωτός αυτοπροσώπως. «Μη φοβάσαι. Δεν ήρθα να σε συλλάβω».