Μόλις έφυγε, η Μοργκέις σηκώθηκε όρθια, αλλά η Μπριάνε χίμηξε ακόμα πιο γρήγορα στην πόρτα. Πάντως, πριν κάνουν τρία βήματα, το ένα φύλλο της πόρτας άνοιξε με βρόντο και μπήκαν με φούρια στο δωμάτιο ο Τάλανβορ κι οι άλλοι δύο.
«Μοργκέις», είπε λαχανιασμένα ο Τάλανβορ, κοιτώντας την από την κορφή ως τα νύχια. «Φοβόμουν μήπως—»
«Φοβόσουν;» του είπε περιφρονητικά. Αυτό παραπήγαινε· ο νεαρός δεν έλεγε να καταλάβει. «Έτσι με προστατεύεις; Ένα αγοράκι αν είχα, την ίδια δουλειά θα έκανε. Αλλά βέβαια, ένα αγοράκι είσαι κι εσύ».
Το φλογερό βλέμμα του έμεινε πάνω της μια στιγμή ακόμα, κι ύστερα ο Τάλανβορ πέρασε δίπλα από τον Μπέηζελ και τον Λάμγκουιν κι έφυγε.
Ο πανδοχέας στεκόταν τρίβοντας τα χέρια του. «Ήταν καμιά τριανταριά το λιγότερο, Βασίλισσά μου. Ο Τάλανβορ θα τους πολεμούσε, προσπάθησε να φωνάξει, να σε προειδοποιήσει, αλλά τον βάρεσαν στο κεφάλι με τη λαβή ενός σπαθιού. Ο ασπρομάλλης είπε ότι δεν σκόπευαν να σου κάνουν κακό, αλλά ήθελαν μόνο εσένα, κι αν χρειαζόταν να μας σκοτώσουν...» Το βλέμμα του στράφηκε στη Λίνι και στην Μπριάνε, που κοίταζε τον Λάμγκουιν από πάνω ως κάτω, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε πάθει τίποτα. Όσο για τον Λάμγκουιν, αυτός έμοιαζε να ανησυχεί για εκείνη. «Βασίλισσά μου, αν πίστευα ότι μπορούσαμε να κάνουμε κάτι... Συγγνώμη. Τα θαλάσσωσα».
«“Το σωστό γιατρικό πάντα είναι πικρό”», μουρμούρισε χαμηλόφωνα η Λίνι. «Κυρίως για ένα παιδί που το πιάνουν τα νευράκια του». Τουλάχιστον, αυτή τη φορά δεν το είπε δυνατά για να το ακούσουν οι πάντες στο δωμάτιο.
Είχε δίκιο. Η Μοργκέις το ήξερε. Αν κι όχι για τα νευράκια που έλεγε, φυσικά. Ο Μπέηζελ έδειχνε δυστυχισμένος σε βαθμό που θα καλοδεχόταν ακόμα κι αποκεφαλισμό. «Δεν τα θαλάσσωσες, Αφέντη Γκιλ. Ίσως σου ζητήσω κάποια μέρα να πεθάνεις για μένα, αλλά μόνο όταν αυτό θα υπηρετεί ένα ανώτερο καλό. Ο Νάιαλ απλώς ήθελε να μιλήσουμε». Το πρόσωπο του Μπέηζελ αμέσως φωτίστηκε, όμως η Μοργκέις ένιωσε πάνω της το βλέμμα της Λίνι. Γεμάτο πίκρα. «Ζήτησε από τον Τάλανβορ να έρθει. Θέλω — θέλω να του ζητήσω συγγνώμη για τα σκληρά μου λόγια».
«Ο καλύτερος τρόπος για να ζητήσεις συγγνώμη από έναν άνδρα», είπε η Μπριάνε, «είναι να πέσεις στην αγκαλιά του σε μια ήσυχη γωνιά του κήπου».
Κάτι έσπασε μέσα στη Μοργκέις. Πριν καταλάβει τι έκανε, είχε εκσφενδονίσει το ποτήρι της στην άλλη γυναίκα, γεμίζοντας παντς το χαλί. «Έξω!» τσίριξε. «Όλοι έξω! Δώσε εσύ τη συγγνώμη μου στον Τάλανβορ, Αφέντη Γκιλ».
Η Μπριάνε σκούπισε ήρεμα το παντς από το φόρεμά της, ζύγωσε με το πάσο της τον Λάμγκουιν και τον πήρε αγκαζέ. Ο Μπέηζελ μόνο που δεν χοροπηδούσε νευρικά, καθώς προσπαθούσε να τους βγάλει έξω.
Προς έκπληξη της Μοργκέις, μαζί τους βγήκε κι η Λίνι. Δεν έκανε έτσι· συνήθως έμενε κι έκανε κήρυγμα στην παλιά προστατευόμενή της, σαν να ήταν ακόμα δεκάχρονο κοριτσάκι. Η Μοργκέις δεν ήξερε γιατί το ανεχόταν αυτό. Παραλίγο να έλεγε στη Λίνι να μείνει. Αλλά είχαν φύγει όλοι, η πόρτα είχε κλείσει — κι είχε πιο σημαντικές έγνοιες από το αν θα πληγώνονταν τα αισθήματα της Λίνι.
Βηματίζοντας στο χαλί, προσπάθησε να σκεφτεί. Ο Άιλρον θα απαιτούσε εμπορικές παραχωρήσεις —ίσως και τη «θυσία» που είχε αναφέρει ο Νάιαλ— για να τη βοηθήσει. Εκείνη ήταν διατεθειμένη να κάνει τις εμπορικές παραχωρήσεις, αλλά φοβόταν ότι ο Νάιαλ είχε δίκιο όταν έλεγε πόσους στρατιώτες μπορούσε να της διαθέσει ο Άιλρον. Κατά κάποιον τρόπο, θα ήταν ευκολότερο να δεχθεί τις απαιτήσεις του Νάιαλ. Ίσως να του παραχωρούσε ελευθερία κινήσεων στο Αντορ για όσους Λευκομανδίτες ήθελε αυτός. Και να τους έδινε το ελεύθερο να συλλαμβάνουν τους Σκοτεινόφιλους που θα έβρισκαν ακόμα και στο τελευταίο πατάρι· να ξεσηκώνουν όχλους εναντίον γυναικών που θα κατηγορούνταν ότι ήταν Λες Σεντάι· και να σκοτώνουν τις πραγματικές Άες Σεντάι. Ίσως ο Νάιαλ έφτανε στο σημείο να απαιτήσει την επιβολή νόμου που θα απαγόρευε τη διαβίβαση, που θα απαγόρευε στις γυναίκες να πηγαίνουν στον Λευκό Πύργο.
Ίσως ήταν εφικτό —δύσκολο κι αιματηρό όμως— να διώξει τους Λευκομανδίτες από τη στιγμή που θα εδραίωναν εκεί την παρουσία τους· υπήρχε, όμως, λόγος να τους έχει επιτρέψει εξ αρχής την είσοδο; Μπορεί ο Ραντ αλ’Θόρ να ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας —ήταν σίγουρη γι’ αυτό, κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο Νάιαλ· ήταν σχεδόν σίγουρη— όμως η Μοργκέις, απ’ όσο γνώριζε για τις Προφητείες του Δράκοντα, δεν έλεγαν ότι αυτός θα κυβερνούσε έθνη. Το Αντορ δεν ήταν δικό του, είτε ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας είτε ένας ψεύτικος Δράκοντας. Αλλά πώς ήξερε τι από τα δύο συνέβαινε;
Ένα δειλό γρατζούνισμα στην πόρτα την έκανε να γυρίσει. «Έλα», είπε απότομα.
Η πόρτα άνοιξε αργά και μέσα μπήκε ένας χαμογελαστός νεαρός που φορούσε χρυσοκόκκινη λιβρέα, κρατώντας δίσκο με μια καράφα δροσερό κρασί, που το ασήμι της είχε ήδη γεμίσει με κόμπους υγρασίας. Η Μοργκέις περίμενε ότι θα ήταν ο Τάλανβορ. Όπως έβλεπε, ο Λάμγκουιν στεκόταν μόνος του φρουρός στο διάδρομο. Ή, μάλλον, έγερνε στον τοίχο, σαν μπράβος καπηλειού. Η Μοργκέις έκανε νόημα στον υπηρέτη να αφήσει κάτω το δίσκο.