Выбрать главу

Γεμάτη θυμό —ο Τάλανβορ έπρεπε να είχε έρθει, έπρεπε!— ξανάρχισε να βηματίζει. Ο Μπέηζελ κι ο Λάμγκουιν ίσως άκουγαν φήμες στο κοντινό χωριό, αλλά θα ήταν φήμες, που μάλλον θα τις είχε σπείρει ο Νάιαλ. Το ίδιο ίσχυε και για τους υπηρέτες του παλατιού.

«Βασίλισσα μου. Θα μπορούσα να σου μιλήσω, Βασίλισσά μου;»

Η Μοργκέις γύρισε κατάπληκτη. Ήταν η προφορά του Άντορ. Ο νεαρός είχε πέσει στα γόνατα, με ένα αστραφτερό χαμόγελο που ήταν πότε αύθαδες και πότε αβέβαιο. Θα μπορούσε να τον πει κανείς όμορφο, αλλά η μύτη του είχε σπάσει και δεν είχε γιατρευτεί σωστά. Το ίδιο πράγμα στον Λάμγκουιν έδειχνε σκληράδα, αν και χαμηλής υποστάθμης· στην περίπτωση αυτού του παλικαριού, έλεγες ότι είχε σκοντάψει κι είχε σωριαστεί με τα μούτρα.

«Ποιος είσαι;» ζήτησε να μάθει. «Πώς ήρθες εδώ;»

«Με λένε Παιτρ Κόνελ, Βασίλισσά μου. Είμαι από την Αγορά του Σέραν. Στο Αντορ;» πρόσθεσε, λες κι εκείνη δεν το είχε καταλάβει. Του έκανε ανυπόμονα νόημα να συνεχίσει. «Ήρθα στο Άμαντορ με τον θείο μου τον Τζεν. Είναι έμπορος από τους Τέσσερις Βασιλιάδες, και σκέφτηκε ότι θα βρίσκαμε Ταραμπονέζικες βαφές. Είναι ακριβές, με τους μπελάδες που έχουν τώρα στο Τάραμπον, αλλά σκέφτηκε ότι θα ήταν πιο εύκολο να—» Το στόμα της σφίχτηκε κι ο νεαρός συνέχισε με φούρια. «Ακούσαμε για σένα, Βασίλισσά μου, ότι ήσουν εδώ στο παλάτι, κι αφού έχουν τέτοιο νόμο εδώ στην Αμαδισία, κι εσύ ήσουν εκπαιδευμένη στον Λευκό Πύργο και τα λοιπά, σκεφτήκαμε μήπως μπορούμε να σε βοηθήσουμε...» Ξεροκατάπιε και κατέληξε με μια αδύναμη φωνούλα. «Να σε βοηθήσουμε να δραπετεύσεις».

«Κι είστε έτοιμοι να με βοηθήσετε να... δραπετεύσω;» Δεν ήταν το καλύτερο σχέδιο, αλλά μπορούσε να πάει βόρεια στην Γκεάλνταν. Πώς θα κόμπαζε ο Τάλανβορ... Ή, μάλλον, δεν θα κόμπαζε καθόλου, κι αυτό θα ήταν το χειρότερο.

Όμως ο Παιτρ κούνησε δυστυχισμένα το κεφάλι. «Ο θείος Τζεν είχε ένα σχέδιο, αλλά τώρα το παλάτι γέμισε Λευκομανδίτες. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, κι ήρθα σε σένα, όπως μου είχε πει. Κάτι θα σκεφτεί, Βασίλισσά μου. Είναι έξυπνος άνθρωπος».

«Είμαι βέβαιη γι’ αυτό», μουρμούρισε εκείνη. Αρα η Γκεάλνταν αποκλειόταν. «Πόσον καιρό λείπετε από το Άντορ; Ένα μήνα; Δύο;» Αυτός ένευσε. «Τότε δεν ξέρετε τι συμβαίνει στο Κάεμλυν», είπε μ’ έναν αναστεναγμό.

Ο νεαρός έγλειψε τα χείλη του. «Είμαι... Μένουμε στο Άμαντορ μαζί με κάποιον που έχει περιστέρια. Είναι έμπορος. Του έρχονται μηνύματα από πανιού. Κι από το Κάεμλυν. Αλλά το μόνο που ακούω είναι άσχημα νέα, Βασίλισσά μου. Ίσως χρειαστεί μια-δυο μέρες, αλλά ο θείος μου θα σκαρφιστεί άλλον τρόπο. Απλώς ήθελα να σου πω ότι έρχεται βοήθεια».

Αυτό ήταν, λοιπόν. Ένας αγώνας μεταξύ του Πέντρον Νάιαλ και του θείου Τζεν. Κρίμα που δεν ήξερε πώς να στοιχηματίσει. «Στο μεταξύ, μπορείς να μου πεις πόσο άσχημα πάνε τα πράγματα στο Κάεμλυν».

«Βασίλισσά μου, έπρεπε να σου πω μόνο ότι έρχεται βοήθεια. Ο θείος μου θα θυμώσει αν μείνω—»

«Είμαι η Βασίλισσά σου, Παιτρ», είπε η Μοργκέις με σίγουρη φωνή, «όπως και του θείου σου του Τζεν. Δεν θα τον πειράξει αν απαντήσεις στις ερωτήσεις μου». Ο Παιτρ φαινόταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια, αλλά εκείνη βολεύτηκε σε μια καρέκλα κι άρχισε να ξεθάβει την αλήθεια.

Ο Πέντρον Νάιαλ ένιωθε ωραία, καθώς ξεπέζευε στην κεντρική αυλή του Φρουρίου του Φωτός και πετούσε τα χαλινάρια σε έναν ιπποκόμο. Είχε τη Μοργκέις στο τσεπάκι του και δεν είχε χρειαστεί να πει ούτε ένα ψέμα. Δεν του άρεσε να λέει ψέματα. Μπορεί να είχε ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο τα γεγονότα, όμως ήταν σίγουρος για τα συμπεράσματά του. Ο Ραντ αλ’Θόρ ήταν ψεύτικος Δράκοντας κι υποχείριο του Πύργου. Ο κόσμος ήταν γεμάτος από ανόητους που ήταν ανίκανοι να σκεφτούν. Η Τελευταία Μάχη δεν θα ήταν κάποια τιτάνια σύγκρουση μεταξύ του Σκοτεινού και ενός Αναγεννημένου Δράκοντα, ενός κοινού θνητού. Ο Δημιουργός είχε από καιρό εγκαταλείψει τους ανθρώπους στην τύχη τους. Όχι, όταν ερχόταν η Τάρμον Γκάι’ντον, θα ήταν όπως στους Πολέμους των Τρόλοκ περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια πριν, τότε που οι ορδές των Τρόλοκ κι άλλων Σκιογέννητων είχαν ξεχυθεί από τη Μεγάλη Μάστιγα, είχαν περάσει τις Μεθόριες, κι είχαν σχεδόν πνίξει την ανθρωπότητα σε μια θάλασσα αίματος. Ο Πέντρον Νάιαλ δεν σκόπευε να αφήσει την ανθρωπότητα να τους αντιμετωπίσει διαιρεμένη κι απροετοίμαστη.