«Αφού, λοιπόν, δεν θα πάω στην Αλτάρα, Άρχοντα Μάγιστρε, ποιες είναι οι διαταγές μου;»
Ο Νάιαλ έγειρε το κεφάλι πίσω αναστενάζοντας. Ξαφνικά τον είχε πιάσει μια κούραση. Ένιωθε να τον βαραίνουν τα χρόνια του και πολλά περισσότερα. «Α, μα θα πας στην Αλτάρα, Καρίντιν».
Το όνομα και το πρόσωπο του Ραντ αλ’Θόρ του είχαν γίνει γνωστά λίγο καιρό μετά την υποτιθέμενη εισβολή από την άλλη μεριά του ωκεανού στο Φάλμε, μια πλεκτάνη των Άες Σεντάι που είχε κοστίσει στα Τέκνα τη ζωή χιλίων ανδρών κι είχε αρχίσει την εξάπλωση των Δρακορκισμένων και του χάους στο Τάραμπον και στο Άραντ Ντόμαν. Ήξερε τι ήταν ο αλ’Θόρ και πίστευε ότι μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει ως δόλωμα προκειμένου να αναγκάσει τα έθνη να συμπαραταχθούν. Όταν θα ήταν ενωμένα, υπό την ηγεσία του, τότε θα μπορούσαν να απαλλαχτούν από τον αλ’Θόρ και να ετοιμαστούν για τις ορδές των Τρόλοκ. Είχε στείλει απεσταλμένους σε όλους τους κυβερνήτες όλων των χωρών για να τους επισημάνει τον κίνδυνο. Όμως ο αλ’Θόρ είχε κινηθεί με τόση ταχύτητα, ώστε ακόμα και τώρα ο Νάιαλ δυσκολευόταν να το πιστέψει. Σκόπευε να αφήσει ένα λυσσασμένο λιοντάρι να τριγυρίσει στους δρόμους για να τους τρομάξει όλους, όμως το λιοντάρι είχε γίνει ένας γίγαντας που προχωρούσε με ταχύτητα αστραπής.
Όμως δεν ήταν όλα χαμένα· αυτό υπενθύμιζε συνέχεια στον εαυτό του. Περισσότερα από χίλια χρόνια πριν, ο Γκουαίρ Αμαλάσαν, ένας ψεύτικος Δράκοντας που μπορούσε να διαβιβάζει, είχε αυτοονομαστεί Αναγεννημένος Δράκοντας. Ο Αμαλάσαν είχε κατακτήσει περισσότερες περιοχές απ’ όσες τώρα ο αλ’Θόρ, αλλά μετά ένας νεαρός βασιλιάς ονόματι Άρτουρ Πέντραγκ Τανρήαλ τον είχε κατατροπώσει κι είχε αρχίσει να δημιουργεί τη δική του αυτοκρατορία. Ο Νάιαλ δεν έβλεπε τον εαυτό του ως έναν καινούριο Άρτουρ Γερακόφτερο, αλλά αυτός ήταν το μόνο που είχε ο κόσμος. Όσο ζούσε, δεν θα εγκατέλειπε τον αγώνα.
Είχε ήδη αρχίσει να αντιμετωπίζει την αυξανόμενη δύναμη του αλ’Θόρ. Εκτός από τους απεσταλμένους στους κυβερνήτες, είχε στείλει άνδρες στο Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν. Λίγους άνδρες που είχαν βρει τα κατάλληλα αυτιά κι είχαν ψιθυρίσει ότι όλα τα προβλήματα μπορούσες να τα φορτώσεις στους Δρακορκισμένους, εκείνους τους ανόητους και τους Σκοτεινόφιλους που υποστήριζαν δημοσίως τον αλ’Θόρ. Κι επίσης στον Λευκό Πύργο. Ήδη έφταναν από το Τάραμπον αρκετές φήμες, που έλεγαν ότι Άες Σεντάι είχαν αναμιχθεί στις συγκρούσεις, φήμες που προετοίμαζαν τα αυτιά του κόσμου για να ακούσουν την αλήθεια. Τώρα είχε έρθει η ώρα για να αρχίσει το επόμενο σκέλος του καινούριου σχεδίου του, για να δείξει στους αναποφάσιστους ποια πλευρά έπρεπε να διαλέξουν. Χρόνος. Δεν του περίσσευε χρόνος. Όμως άθελά του χαμογέλασε. Υπήρχαν εκείνοι, νεκροί τώρα πια, που είχαν πει κάποτε, «Όταν χαμογελά ο Νάιαλ, ετοιμάζεται να σε δαγκώσει στο λαιμό».
«Στην Αλτάρα και στο Μουράντυ», είπε στον Καρίντιν, «θα ξεσπάσει επιδημία από Δρακορκισμένους».
Η αίθουσα έμοιαζε με καθιστικό δωμάτιο παλατιού —είχε θολωτό ταβάνι από γύψο με διακοσμητικά σχήματα, φίνα χαλιά στο πάτωμα με τα άσπρα πλακάκια, περίτεχνες σκαλισμένες επενδύσεις στους τοίχους— αν κι απείχε πολύ από το να είναι παλάτι. Για την ακρίβεια, απείχε πολύ από το κάθε τι, με έναν τρόπο που λίγοι άνθρωποι θα αντιλαμβάνονταν. Το καστανοκόκκινο μεταξωτό φόρεμα της Μεσάνα θρόιζε, καθώς προσπερνούσε ένα τραπέζι με ενσφηνωμένα λαζούρια και διασκέδαζε στήνοντας φιλντισένια ντόμινο για να σχηματίσει έναν πολύπλοκο πύργο, κάθε όροφος του οποίου ήταν πλατύτερος από τον κατώτερο. Ένιωθε υπερήφανη που το κατόρθωνε αποκλειστικά λόγω της γνώσης των φορτίων και των στηριγμάτων· δεν είχε χρησιμοποιήσει ούτε ένα νήμα Δύναμης. Ο πύργος είχε φτάσει τους οκτώ ορόφους.
Η αλήθεια ήταν ότι δεν το έκανε μόνο για ψυχαγωγία· απέφευγε τη συζήτηση με την παρέα της. Η Σέμιραγκ κεντούσε, καθισμένη σε μια καρέκλα με ψηλή ράχη και κόκκινο κάλυμμα, και τα μακριά, λεπτά δάχτυλά της έραβαν μικροσκοπικούς πόντους, καθώς σχημάτιζε ένα δαιδαλώδες μοτίβο που απεικόνιζε μικροσκοπικά λουλούδια. Πάντα ένιωθε έκπληξη βλέποντας ότι η άλλη γυναίκα απολάμβανε μια δραστηριότητα τόσο... πεζή. Το μαύρο φόρεμά της σχημάτιζε έντονη αντίθεση με την καρέκλα. Ακόμα κι ο Ντεμάντρεντ δεν θα έλεγε κατάμουτρα στη Σέμιραγκ ότι φορούσε μαύρα τόσο συχνά, επειδή η Λανφίαρ φορούσε λευκά.
Για χιλιοστή φορά, η Μεσάνα προσπάθησε να αναλύσει γιατί ένιωθε αμηχανία κοντά στην άλλη γυναίκα. Η Μεσάνα ήξερε τις δυνάμεις και τις αδυναμίες της, στη Μία Δύναμη κι αλλού. Ήταν ίση της Σέμιραγκ στα περισσότερα, κι όπου υστερούσε, είχε άλλες δυνάμεις να αντιπαρατάξει στις αδυναμίες της Σέμιραγκ. Όχι, ήταν κάτι άλλο. Η Σέμιραγκ απολάμβανε να είναι άσπλαχνη, χαιρόταν να προκαλεί πόνο, όμως σίγουρα ούτε κι αυτό ήταν το πρόβλημα. Η Μεσάνα μπορούσε να φανεί άσπλαχνη όταν χρειαζόταν, και δεν την ένοιαζε τι έκανε η Σέμιραγκ στους άλλους. Πρέπει να υπήρχε κάποιος λόγος, αλλά δεν τον έβρισκε.