Выбрать главу

Τοποθέτησε εκνευρισμένη άλλο ένα ντόμινο κι ο πύργος κατέρρευσε με πάταγο, χύνοντας στο πάτωμα τα φιλντισένια τουβλάκια. Πλαταγίζοντας τη γλώσσα, γύρισε την πλάτη στο τραπέζι και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της. «Πού είναι ο Ντεμάντρεντ; Πέρασαν δεκαεπτά μέρες από τότε που πήγε στο Σάγιολ Γκουλ αλλά μόλις τώρα μας πληροφορεί για κάποιο μήνυμα κι επιπλέον καθυστερεί να έρθει». Σ’ αυτό το διάστημα είχε πάει κι η ίδια δύο φορές στο Χάσμα του Χαμού κι είχε ακολουθήσει εκείνη τη διαδρομή που της κλόνιζε τα νεύρα, ενώ τα πέτρινα δόντια τής χάιδευαν τα μαλλιά. Δεν είχε βρει τίποτα, εκτός από έναν παράξενο, πανύψηλο Μυρντράαλ που δεν μιλούσε. Το Πηγάδι, βεβαίως, ήταν εκεί, όμως ο Μέγας Άρχοντας δεν είχε απαντήσει. Και τις δύο φορές η Μεσάνα είχε φύγει γρήγορα. Νόμιζε ότι μέσα της είχε ξεπεράσει τον φόβο, τουλάχιστον το είδος του φόβου που σου προκαλούσε η ματιά ενός Ημιανθρώπου, όμως δύο φορές το βουβό, ανόφθαλμο βλέμμα του Μυρντράαλ την είχε κάνει να φύγει με γρήγορα βήματα, και μόνο η αυστηρή αυτοκυριαρχία της την είχε εμποδίσει να το βάλει στα πόδια. Η διαβίβαση εκεί ήταν ένας σίγουρος τρόπος για να πεθάνεις, αλλιώς θα είχε σκοτώσει τον Ημιάνθρωπο ή θα είχε Ταξιδέψει μέσα από το Πηγάδι. «Πού είναι;»

Η Σέμιραγκ σήκωσε τα μάτια, ενώ κεντούσε· μαύρα μάτια, που δεν βλεφάριζαν, σ’ ένα απαλό, μελαψό πρόσωπο, κι ύστερα άφησε στην άκρη το εργόχειρό της και σηκώθηκε με μια κίνηση όλο χάρη. «Όταν είναι να έρθει, θα έρθει», είπε γαλήνια. Ήταν πάντα γαλήνια, όπως ήταν πάντα γεμάτη χάρη. «Αν δεν θέλεις να περιμένεις, τότε φύγε».

Η Μεσάνα σηκώθηκε ασυναίσθητα στις μύτες των ποδιών της, αλλά ακόμα κι έτσι χρειαζόταν να σηκώσει το βλέμμα ψηλά. Η Σέμιραγκ ήταν ψηλή σαν άνδρας, αν και με τόσο τέλειες αναλογίες, που δεν το καταλάβαινες παρά μόνο όταν ορθωνόταν από πάνω σου, χαμηλώνοντας το βλέμμα για να σε κοιτάξει. «Να φύγω; Φυσικά και θα φύγω. Κι αυτός ας πάει να—»

Δεν υπήρξε καμία προειδοποίηση, φυσικά. Ποτέ δεν υπήρχε, όταν διαβίβαζε άνδρας. Στον αέρα εμφανίστηκε μια λαμπερή κάθετη γραμμή, που πλάτυνε καθώς η πύλη έστριβε πλάγια για να ανοίξει, μόνο για τη στιγμή που χρειάστηκε ο Ντεμάντρεντ για να τη δρασκελίσει, με μια υπόκλιση για την καθεμιά τους. Σήμερα φορούσε σκούρα γκρίζα ρούχα, με λίγη λευκή δαντέλα στον λαιμό. Προσαρμοζόταν εύκολα στις μόδες και στα υφάσματα αυτής της Εποχής.

Είχε γαμψή μύτη κι αρκετά ωραίο προφίλ, αλλά όχι τόσο ωραίο ώστε να κάνει τις γυναικείες καρδιές να καρδιοχτυπήσουν. Τρόπον τινά, η ιστορία της ζωής του Ντεμάντρεντ ήταν αυτό το «αρκετά» και το «αλλά». Είχε την ατυχία να γεννηθεί μία μέρα μετά τον Λουζ Θέριν Τέλαμον, που θα γινόταν ο Δράκοντας, ενώ ο Μπάριντ Μπελ Μένταρ, όπως λεγόταν τότε, είχε περάσει χρόνια φτάνοντας σχεδόν τα κατορθώματα του Λουζ Θέριν, αλλά όχι και τη φήμη του Λουζ Θέριν. Αν έλειπε ο Λουζ Θέριν, αυτός θα ήταν ο πιο διακεκριμένος της Εποχής. Αν είχαν βάλει αυτόν επικεφαλής κι όχι τον άλλο —ο Ντεμάντρεντ τον θεωρούσε διανοητικά κατώτερό του, έναν υπέρμετρα επιφυλακτικό ανόητο, που συχνά απολάμβανε την εύνοια της τύχης— τότε άραγε θα στεκόταν σήμερα εκεί μπροστά τους; Να, αυτά ήταν μάταια ερωτήματα, αν κι η Μεσάνα τα είχε ξανασκεφτεί. Το σημαντικό ήταν ότι ο Ντεμάντρεντ απεχθανόταν τον Δράκοντα, και τώρα που ο Δράκοντας είχε Ξαναγεννηθεί, είχε στρέψει πάνω του όλη εκείνη την περιφρόνηση.

«Γιατί—;»

Ο Ντεμάντρεντ σήκωσε το χέρι. «Ας περιμένουμε να συγκεντρωθούμε όλοι, Μεσάνα, ώστε να μη χρειαστεί να τα ξαναπώ».

Εκείνη ένιωσε το πρώτο στροβίλισμα του σαϊντάρ μια στιγμή πριν εμφανιστεί η λαμπερή γραμμή και γίνει πύλη. Η Γκρένταλ ήρθε, αυτή τη φορά χωρίς να συνοδεύεται από μισόγυμνους υπηρέτες, κι άφησε το άνοιγμα να κλείσει αμέσως, όπως είχε κάνει ο Ντεμάντρεντ. Ήταν πληθωρική γυναίκα με περίτεχνα κατσαρωμένα χρυσοκόκκινα μαλλιά. Είχε κατορθώσει να βρει από κάπου στράιθ για την εσθήτα της με τον ψηλό γιακά. Καθρεφτίζοντας τη διάθεσή της, το υλικό ήταν μια διάφανη ομίχλη. Ώρες-ώρες η Μεσάνα αναρωτιόταν αν η Γκρένταλ έδινε στ’ αλήθεια σημασία σε οτιδήποτε πέρα από τις ηδονές των αισθήσεών της.

«Αναρωτιόμουν αν θα ήσασταν εδώ», είπε ανάλαφρα η νεοαφιχθείσα. «Εσείς οι τρεις ήσασταν τόσο μυστικοπαθείς». Τους χάρισε ένα κεφάτο, κάπως χαζούλικο γελάκι. Όχι, θα ήταν μεγάλο λάθος αν έκρινε κανείς την Γκρένταλ απ’ αυτό που έδειχνε. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που την είχαν περάσει για χαζή, ήταν νεκροί εδώ και καιρό, θύματα της γυναίκας που είχαν υποτιμήσει.