Выбрать главу

«Θα έρθει κι ο Σαμαήλ;» ρώτησε ο Ντεμάντρεντ.

Η Γκρένταλ έκανε ένευσε αδιάφορα με το γεμάτο δαχτυλίδια χέρι της. «Μπα, δεν σε εμπιστεύεται. Νομίζω ότι αυτός δεν εμπιστεύεται ούτε τον εαυτό του πια». Το στράιθ σκούρυνε· η ομίχλη πύκνωσε. «Συγκεντρώνει τα στρατεύματά του στο Ίλιαν και γκρινιάζει που δεν έχει αστραπολόγχες για να εξοπλίσει τους άνδρες του. Όταν δεν ασχολείται μ’ αυτό, ψάχνει να βρει αξιοποιήσιμα ανγκριάλ και σα’ανγκριάλ. Κάτι με αρκετή δύναμη, φυσικά».

Τα μάτια όλων στράφηκαν στη Μεσάνα κι εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα. Όλοι εκεί θα έδιναν — ε, σχεδόν τα πάντα για το κατάλληλο ανγκριάλ ή σα’ανγκριάλ. Όλοι τους ήταν δυνατότεροι από τα μισοεκπαιδευμένα παιδιά που αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι, αλλά αν συνδέονταν μεταξύ τους αρκετά από εκείνα τα μισοεκπαιδευμένα παιδιά, θα μπορούσαν να τους συντρίψουν όλους. Μόνο που οι Άες Σεντάι δεν ήξεραν πια τον τρόπο και δεν διέθεταν πια τα μέσα. Χρειάζονταν κι άνδρα για να συνδεθούν περισσότερα από δεκατρία άτομα, και παραπάνω από έναν για να συνδεθούν περισσότερα από είκοσι επτά. Στην πραγματικότητα, αυτά τα κοριτσάκια —ακόμα κι οι γηραιότερες τής φαίνονταν κοριτσάκια· είχε ζήσει πάνω από τριακόσια χρόνια, αν εξαιρούσες τον χρόνο που είχε περάσει παγιδευμένη στο Πηγάδι, και ήταν μόλις σαν μεσήλικη— δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο κίνδυνο, όμως αυτό δεν έσβηνε τη λαχτάρα τους για τα ανγκριάλ ή, καλύτερα, για τα ακόμη ισχυρότερα τερ’ανγκριάλ. Μ’ αυτά τα απομεινάρια των δικών τους καιρών, μπορούσαν να διαβιβάσουν ποσότητες Δύναμης που δίχως την ύπαρξη τους θα τους έκαιγαν, αφήνοντας μόνο στάχτες. Θα ρίσκαραν πολλά για ένα από κείνα τα δώρα. Αλλά δεν θα ρίσκαραν τα πάντα. Έπρεπε να υπάρχει πραγματική ανάγκη. Αυτή η έλλειψη, όμως, δεν σίγαζε την επιθυμία.

Η Μεσάνα άρχισε να μιλά αυτομάτως σαν να έκανε διάλεξη. «Ο Λευκός Πύργος τώρα έχει βάλει φρουρούς και ξόρκια φύλαξης στις ειδικές αποθήκες, και μέσα κι έξω, και σαν να μην έφτανε αυτό, μετράνε τα πάντα τέσσερις φορές τη μέρα. Η Μεγάλη Συλλογή στην Πέτρα του Δακρύου έχει κι αυτή ξόρκι φύλαξης, ένα άσχημο ξόρκι που θα με αιχμαλώτιζε, αν είχα επιχειρήσει να το περάσω ή να το λύσω. Νομίζω ότι μόνο εκείνος που το έφτιαξε μπορεί να το λύσει. Ως τότε θα είναι παγίδα για κάθε άλλη γυναίκα που μπορεί να διαβιβάζει».

«Είναι ένα σκονισμένο σκουπιδομάνι, έτσι άκουσα», είπε ο Ντεμάντρεντ περιφρονητικά. «Οι Δακρυνοί μάζευαν ό,τι έλεγαν οι φήμες πως είχε σχέση με τη Δύναμη».

Η Μεσάνα υποψιαζόταν ότι για να το πει αυτό ο Ντεμάντρεντ, δεν βασιζόταν μόνο στις φήμες. Υποψιαζόταν πως υπήρχε επίσης και παγίδα για άνδρες υφασμένη γύρω από τη Μεγάλη Συλλογή, αλλιώς ο Ντεμάντρεντ θα είχε βρει το σα’ανγκριάλ του και θα είχε επιτεθεί στον Ραντ αλ’Θόρ εδώ και καιρό. «Σίγουρα θα υπάρχουν κάποια στην Καιρχίν και στο Ρουίντιαν, αλλά ακόμα κι αν αποφύγεις τον Ραντ αλ’Θόρ, και τα δύο μέρη είναι γεμάτα γυναίκες που μπορούν να διαβιβάζουν».

«Άμαθα κοριτσόπουλα», ξεφύσησε η Γκρένταλ.

«Αν μια λαντζιέρα σού καρφώσει ένα μαχαίρι στη ράχη», είπε παγερά η Σέμιραγκ, «θα είσαι λιγότερο νεκρή απ’ όσο αν έχανες σε μονομαχία σα’τζέ στο Καλ;»

Η Μεσάνα ένευσε. «Έτσι μένουν όσα είναι θαμμένα σε αρχαία ερείπια κι όσα είναι ξεχασμένα σε καμιά σοφίτα. Αν υπολογίζεις ότι θα βρεις κάτι κατά τύχη, καλά κάνεις. Εγώ δεν βασίζομαι σ’ αυτό. Εκτός αν ξέρει κανείς την τοποθεσία κάποιου κουτιού στάσης». Το τελευταίο το είπε με μια δόση ειρωνείας. Τα κουτιά στάσης πρέπει να είχαν διασωθεί από το Τσάκισμα του Κόσμου, αλλά εκείνες οι αναταραχές μπορεί να τα είχαν μετακινήσει στους πυθμένες των ωκεανών ή να τα είχαν θάψει κάτω από βουνά. Λίγα είχαν μείνει από τον κόσμο που είχαν γνωρίσει, μόνο μερικά ονόματα και θρύλοι.

Το χαμόγελο της Γκρένταλ έσταζε μέλι. «Ανέκαθεν πίστευα ότι έπρεπε να γίνεις δασκάλα. Α. Με συγχωρείς. Το ξέχασα».

Η Μεσάνα συννέφιασε. Ο δρόμος που την είχε βγάλει στον Μέγα Άρχοντα είχε αρχίσει όταν της είχαν αρνηθεί θέση στο Κόλαμ Ντάαν πριν από τόσα χρόνια. Της είχαν πει ότι ήταν ακατάλληλη για ερευνητική θέση, αλλά μπορούσε να διδάξει. Ε, κι αυτή, λοιπόν, είχε διδάξει και στο τέλος είχε δώσει σε όλους ένα καλό μάθημα!

«Ακόμα περιμένω να ακούσω τι είπε ο Μέγας Άρχοντας», μουρμούρισε η Σέμιραγκ.

«Ναι. Θα σκοτώσουμε τον αλ’Θόρ;» Η Μεσάνα ένιωσε ότι έσφιγγε το φουστάνι της και με τα δύο χέρια, και το άφησε. Ήταν παράξενο. Δεν άφηνε κανέναν να την ταράζει. «Αν όλα πάνε καλά, σε δύο μήνες, το πολύ τρεις, θα βρίσκεται σε σημείο που θα μπορώ να τον πλησιάσω με ασφάλεια, αβοήθητος».