«Πού μπορείς να τον πλησιάσεις με ασφάλεια;» Η Γκρένταλ σήκωσε το φρύδι ερωτηματικά. «Πού έχεις στήσει το λημέρι σου; Δεν έχει σημασία. Μπορεί να είναι απλοϊκό, αλλά είναι το καλύτερο σχέδιο που άκουσα τώρα τελευταία».
Ο Ντεμάντρεντ και πάλι έμεινε βουβός· στεκόταν εκεί, μελετώντας τες. Όχι, όχι τη Γκρένταλ. Αλλά τη Σέμιραγκ και τη Μεσάνα. Κι όταν πια μίλησε, ήταν εν μέρει σαν να απευθυνόταν σ’ εκείνες και σαν να μονολογούσε συνάμα. «Όταν σκέφτομαι τις θέσεις που έχετε πάρει, απορώ. Πόσα γνώριζε ο Μέγας Άρχοντας, κι από πότε; Πόσα απ’ αυτά που συνέβησαν ήταν εξ αρχής δικό του σχέδιο;» Σ’ αυτό δεν υπήρχε απάντηση. Στο τέλος, είπε, «Θέλετε να μάθετε τι μου είπε ο Μέγας Άρχοντας; Πολύ καλά, λοιπόν. Αλλά θα μείνουν εδώ, μεταξύ μας. Αφού ο Σαμαήλ προτίμησε να κρατήσει αποστάσεις, τότε δεν θα μάθει τίποτα. Ούτε κι οι άλλοι, είτε είναι ζωντανοί είτε νεκροί. Το πρώτο μέρος του μηνύματος του Μεγάλου Άρχοντα ήταν απλό. Αφήστε να επικρατήσει ο Άρχοντας του Χάους. Τα λόγια του, ακριβώς». Οι άκρες του στόματος του στράβωσαν, ό,τι πιο κοντινό σε χαμόγελο είχε δει ποτέ η Μεσάνα σ’ αυτόν. Κι ύστερα τους είπε και τα υπόλοιπα.
Η Μεσάνα ανατρίχιασε και δεν ήξερε αν ήταν από έξαψη ή από φόβο. Το σχέδιο θα έφερνε αποτέλεσμα· θα τους πρόσφερε τα πάντα. Αλλά απαιτούσε τύχη, κι η Μεσάνα πάντα ένιωθε άβολα με τα τυχερά παιχνίδια. Αυτά άρεσαν στον Ντεμάντρεντ — που για ένα πράγμα είχε δίκιο: ο Λουζ Θέριν όριζε την τύχη του, όπως ένας καπετάνιος το καράβι του. Κατά τη γνώμη της, ο Ραντ αλ’Θόρ ως τώρα έκανε το ίδιο.
Εκτός αν... Εκτός αν ο Μέγας Άρχοντας είχε κι άλλο σχέδιο εκτός από εκείνο που είχε αποκαλύψει. Κι αυτό τη φόβιζε περισσότερο από κάθε άλλη πιθανότητα.
Ο καθρέφτης με την επίχρυση κορνίζα έδειχνε το δωμάτιο, τα μικρά, πολύχρωμα πλακάκια στους τοίχους που σχημάτιζαν αλλόκοτα, ενοχλητικά μοτίβα, τα επίχρυσα έπιπλα και τα φίνα χαλιά, τους υπόλοιπους καθρέφτες και τις ταπισερί. Ήταν ένα δωμάτιο παλατιού, δίχως παράθυρο — ούτε πόρτα. Ο καθρέφτης έδειχνε μια γυναίκα να βηματίζει μπρος-πίσω φορώντας έναν σκούρο μανδύα στο χρώμα του αίματος, ενώ στο πανέμορφο πρόσωπό της υπήρχε μια έκφραση οργής κι απορίας. Ακόμα και τώρα, απορίας. Καθρέφτιζε και το δικό του πρόσωπο, κάτι που τον ενδιέφερε περισσότερο απ’ όσο η γυναίκα. Δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να αγγίξει τη μύτη, το στόμα και τα μάγουλά του για εκατοστή φορά, ώστε να βεβαιωθεί ότι ήταν πραγματικά. Δεν ήταν νεανικό πρόσωπο, αλλά ήταν πιο νεαρό από το πρόσωπο που φορούσε όταν είχε πρωτοξυπνήσει από τον μεγάλο ύπνο, με τους ατέλειωτους εφιάλτες του. Ήταν ένα συνηθισμένο πρόσωπο, κι αυτός πάντα μισούσε το να είναι συνηθισμένος. Κατάλαβε ότι ο ήχος που έβγαινε από το λαρύγγι του ήταν η απαρχή ενός γέλιου, ένα μικρό χαχανητό, και τον έπνιξε. Δεν ήταν τρελός, Παρά τα όσα είχαν συμβεί, δεν ήταν τρελός.
Του είχε δοθεί ένα όνομα κατά τη διάρκεια του δεύτερου, του πιο φρικτού ύπνου του, πριν ξυπνήσει μ’ αυτό το πρόσωπο και μ’ αυτό το κορμί. Όσαν’γκαρ. Ένα όνομα που του το είχε δώσει μια φωνή την οποία ήξερε και δεν τολμούσε να παρακούσει. Το παλιό του όνομα, που του είχε δοθεί χλευαστικά κι αυτός το είχε κρατήσει από περηφάνια, είχε χαθεί παντοτινά. Η φωνή του αφέντη του είχε μιλήσει και θα γινόταν έτσι. Η γυναίκα ήταν η Αραν’γκαρ· ο παλιός εαυτός της δεν υπήρχε πια.
Ήταν ενδιαφέρουσες επιλογές αυτά τα ονόματα. Το όσαν’γκαρ και το άραν’γκαρ ήταν το αριστερό και το δεξί εγχειρίδιο σε μια μορφή μονομαχίας, που ήταν δημοφιλής για ένα σύντομο διάστημα σε κείνο το μακρύ κτήριο από τη μέρα που είχε κατασκευαστεί το Πηγάδι ως την αρχή του Πολέμου της Δύναμης. Οι αναμνήσεις του είχαν χάσματα —είχε χάσει πολλά στον μεγάλο ύπνο, και στον μικρότερο— αλλά αυτό το θυμόταν. Η δημοτικότητα εκείνης της μονομαχίας δεν είχε κρατήσει πολύ, επειδή σχεδόν πάντα κι οι δύο μονομαχούντες πέθαιναν. Οι λεπίδες των εγχειριδίων ήταν βουτηγμένες σ’ ένα αργό δηλητήριο.
Κάτι φάνηκε θολό στον καθρέφτη κι ο άνδρας γύρισε, όχι και τόσο γρήγορα. Δεν έπρεπε να ξεχνά ποιος ήταν, κι έπρεπε να το θυμίσει και στους άλλους. Ακόμα δεν υπήρχε πόρτα, όμως μαζί τους στο δωμάτιο είχε βρεθεί ένας Μυρντράαλ. Τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν παράξενο εκεί, όμως ο Μυρντράαλ ήταν ο πιο ψηλός που είχε δει ποτέ του ο Όσαν’γκαρ.
Δεν βιάστηκε, άφησε τον Ημιάνθρωπο να περιμένει πριν του δείξει ότι τον είχε αντιληφθεί, αλλά προτού προλάβει να ανοίξει το στόμα του, η Άραν’γκαρ ξέσπασε, «Γιατί μου το κάνατε αυτό; Γιατί με βάλατε σ’ αυτό το κορμί; Γιατί;» Σχεδόν ούρλιαζε.
Του Όσαν’γκαρ του φάνηκε ότι τα ασπρουλιάρικα χείλη του Μυρντράαλ στράβωσαν μ’ ένα χαμόγελο, μόνο που αυτό ήταν αδύνατο, κι εδώ και οπουδήποτε αλλού. Ακόμα κι οι Τρόλοκ είχαν αίσθηση του χιούμορ, έστω κι αν ήταν ρυπαρή και βάναυση, οι Μυρντράαλ όμως όχι. «Σας δόθηκε ό,τι καλύτερο μπορούσε να βρεθεί στις Μεθόριες». Η φωνή του θύμιζε οχιά που σερνόταν σε ξερό γρασίδι. «Είναι καλά κορμιά, δυνατά κι υγιή. Καλύτερα από την άλλη λύση».