Είχε δίκιο. Ήταν ένα καλό κορμί, κατάλληλο για χορεύτρια ντάιεν του παλιού καιρού, λυγερό και λάγνο, με οβάλ πρόσωπο στο χρώμα του φιλντισιού και πράσινα μάτια, με λαμπερά μελαχρινά μαλλιά να χύνονται ολόγυρά του. Κι ήταν προτιμότερο από την άλλη λύση.
Ίσως, όμως, η Άραν’γκαρ να μη το έβλεπε έτσι. Εκείνο το όμορφο προσωπάκι είχε κοκκινίσει από την οργή. Ήταν έτοιμη να κάνει κάτι παράτολμο. Ο Όσαν’γκαρ το ήξερε· αυτό το πρόβλημα υπήρχε ανέκαθεν. Ακόμα κι η Λανφίαρ σε σύγκριση μαζί της έμοιαζε επιφυλακτική. Ο Όσαν’γκαρ άπλωσε στο σαϊντίν. Ήταν επικίνδυνο να διαβιβάζεις εδώ, όμως θα ήταν χειρότερο αν την άφηνε να κάνει καμιά βλακεία. Άπλωσε στο σαϊντίν— και δεν βρήκε τίποτα. Δεν τον είχαν θωρακίσει· θα το είχε νιώσει και θα ήξερε πώς να παρακάμψει ή να σπάσει τη θωράκιση, δοθέντος χρόνου, αν δεν ήταν πολύ ισχυρή. Τώρα ένιωθε σαν να είχε αποκοπεί. Μαρμάρωσε από το σοκ εκεί που στεκόταν.
Με την Άραν’γκαρ, τα πράγματα έγιναν αλλιώς. Ίσως να είχε κάνει κι αυτή την ίδια ανακάλυψη, όμως την είχε επηρεάσει διαφορετικά. Μ’ ένα γατίσιο στρίγκλισμα, χίμηξε στον Μυρντράαλ, προτάσσοντας τα νύχια της.
Η επίθεση, βεβαίως, ήταν μάταιη. Ο Μυρντράαλ δεν άλλαξε καν τη στάση του κορμιού του. Την άρπαξε με άνεση από τον λαιμό, τη σήκωσε με το μπράτσο ίσιο, έτσι ώστε τα πόδια της να αιωρούνται πάνω από το πάτωμα. Το στρίγκλισμα έγινε ρόγχος κι η Άραν’γκαρ έσφιξε τον καρπό του Ημιανθρώπου με τα χέρια της. Ενώ εκείνη κρεμόταν από τη λαβή του, ο Μυρντράαλ έστρεψε το ανόφθαλμο βλέμμα του στον Όσαν’γκαρ. «Δεν αποκόπηκες, αλλά δεν θα διαβιβάσεις, αν δεν σου δώσουν την άδεια. Και δεν θα με χτυπήσεις ποτέ. Είμαι ο Σεϊντάρ Χαράν».
Ο Όσαν’γκαρ έκανε να ξεροκαταπιεί, αλλά το στόμα του ήταν κατάστεγνο. Αυτό το πλάσμα αποκλείεται να είχε ανάμιξη σ’ ό,τι του είχαν κάνει. Οι Μυρντράαλ είχαν κάποιου είδους δυνάμεις, αλλά όχι τέτοιου βεληνεκούς. Όμως το πλάσμα γνώριζε. Ο Όσαν’γκαρ ποτέ δεν είχε συμπαθήσει τους Μυρντράαλ. Είχε συμμετάσχει στη δημιουργία των Τρόλοκ, ενώνοντας χαρακτηριστικά ανθρώπων και ζώων —ήταν υπερήφανος γι’ αυτό, για τη δεξιοτεχνία που είχε χρειαστεί, για τις δυσκολίες που είχαν παρουσιαστεί— αλλά αυτοί οι περιστασιακοί γόνοι, επιστροφή σε παλαιότερες μορφές, του προκαλούσαν ταραχή.
Ο Σεϊντάρ Χαράν έστρεψε πάλι την προσοχή του στη γυναίκα που τιναζόταν στη γροθιά του. Το πρόσωπό της μπλάβιζε και τα πόδια της κλωτσούσαν αδύναμα. «Θα προσαρμοστείς. Το σώμα υποτάσσεται στην ψυχή, αλλά το μυαλό υποτάσσεται στο σώμα. Ήδη έχεις αρχίσει να προσαρμόζεσαι. Σε λίγο θα είναι σαν να μην είχες ποτέ άλλο. Θα μπορούσες, φυσικά, να αρνηθείς. Τότε θα πάρει κάποια άλλη τη θέση σου κι εσύ θα παραδοθείς στα... αδέλφια μου, έτσι φραγμένη όπως είσαι». Τα λεπτά χείλη σάλεψαν ξανά. «Τους λείπει η ψυχαγωγία στις Μεθόριες».
«Δεν μπορεί να μιλήσει», είπε ο Όσαν’γκαρ. «Τη σκοτώνεις! Δεν ξέρεις ποιοι είμαστε; Άφησε την κάτω, Ημιάνθρωπε! Υπάκουσέ με!» Το πλάσμα σίγουρα θα υπάκουγε στους Εκλεκτούς.
Όμως ο Μυρντράαλ περιεργάστηκε με απάθεια για μια στιγμή ακόμα το πρόσωπο της Άραν’γκαρ που σκούραινε, πριν αφήσει τα πόδια της να αγγίξουν το πάτωμα και λύσει τη λαβή του. «Υπακούω στον Μέγα Άρχοντα. Σε κανέναν άλλο». Εκείνη συνέχισε να πιάνεται, τρέμοντας, βήχοντας, ρουφώντας αέρα. Θα έπεφτε, αν ο Μυρντράαλ είχε πάρει το χέρι του. «Θα υποταχθείς στη βούληση του Μεγάλου Άρχοντα;» Δεν ήταν απαίτηση, απλώς μια τυπική ερώτηση από μια φωνή που θύμιζε λίμα.
«Ν-ναι», κατόρθωσε να ξεστομίσει εκείνη βραχνά, κι ο Σεϊντάρ Χαράν την άφησε.
Αυτή ταλαντεύτηκε, έτριψε τον λαιμό της, κι ο Όσαν’γκαρ πλησίασε για να τη βοηθήσει, όμως εκείνη τον απείλησε με μια άγρια ματιά και με τη γροθιά της πριν αυτός την αγγίξει. Έκανε πίσω, σηκώνοντας τα χέρια του. Δεν υπήρχε λόγος να προκαλέσει την εχθρότητά της. Μα ήταν ένα ωραίο σώμα, κι ένα ωραίο αστείο. Ο Όσαν’γκαρ πάντα καμάρωνε για την αίσθηση του χιούμορ του, όμως αυτό ήταν ξεκαρδιστικό.
«Δεν νιώθετε ευγνωμοσύνη;» είπε ο Μυρντράαλ. «Είχατε πεθάνει, και τώρα ζείτε. Σκεφτείτε τον Ράχβιν, που η ψυχή του είναι πέρα από κάθε σωτηρία, πέρα από τον χρόνο. Έχετε μια ευκαιρία να υπηρετήσετε ξανά τον Μέγα Άρχοντα και να εξιλεωθείτε για τα σφάλματά σας».
Ο Όσαν’γκαρ έσπευσε να τον διαβεβαιώσει ότι ήταν ευγνώμων, ότι δεν ήθελε τίποτα άλλο παρά να υπηρετήσει και να βρει τη λύτρωση. Ο Ράχβιν ήταν νεκρός; Τι είχε γίνει; Δεν είχε σημασία· ένας Εκλεκτός λιγότερος σήμαινε μια ευκαιρία παραπάνω για την αληθινή εξουσία όταν ελευθερωνόταν ο Μέγας Άρχοντας. Τον έτρωγε που είχε ταπεινωθεί μπροστά σε κάτι που θα μπορούσες να πεις ότι ήταν δικό του δημιούργημα όσο κι οι Τρόλοκ, αλλά θυμόταν πολύ καθαρά τον θάνατο. Θα ικέτευε ακόμα κι ένα σκουλήκι για να τον αποφύγει ξανά. Πρόσεξε ότι ούτε η Άραν’γκαρ είχε καθυστερήσει, παρά τον θυμό στα μάτια της. Προφανώς θυμόταν κι αυτή τον θάνατο.