«Τότε είναι ώρα να ξαναβγείτε στον κόσμο, υπηρετώντας τον Μέγα Άρχοντα», είπε ο Σεϊντάρ Χαράν. «Μόνο εγώ κι ο Μέγας Άρχοντας ξέρουμε ότι ζείτε. Αν πετύχετε, θα ζήσετε για πάντα και θα είστε ανώτεροι όλων. Αν αποτύχετε... Αλλά δεν θα αποτύχετε, ε;» Τότε ο Ημιάνθρωπος χαμογέλασε. Ήταν σαν να βλέπεις να χαμογελά ο θάνατος.
1
Το Λιοντάρι στον Λόφο
Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά, και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος, κι ακόμα και ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Μια Εποχή, που μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, μια Εποχή που έχει περάσει, άνεμος φύσηξε στους όλο ξερά χαμόδεντρα λόφους της Καιρχίν. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.
Ο άνεμος φύσηξε προς τα δυτικά, πάνω από έρημα χωριά κι αγροκτήματα, πολλά εκ των οποίων ήταν μονάχα σωροί από κούτσουρα κι αποκαΐδια. Πόλεμος είχε πλήξει την Καιρχίν, πόλεμος με εξωτερικούς εχθρούς αλλά κι εμφύλιος, εισβολή και χάος, όμως ακόμα και τώρα που όλα είχαν τελειώσει, στον όποιο βαθμό είχαν τελειώσει, μόνο μια χούφτα άνθρωποι είχαν αρχίσει να ξαναγυρνούν δειλά στα σπίτια τους. Ο άνεμος δεν έφερνε καθόλου υγρασία, κι ο ήλιος πάσχιζε να εξατμίσει τη λιγοστή που είχε μείνει στη χώρα. Εκεί που η κωμόπολη του Μάερον αντίκριζε το Αρινγκίλ στην άλλη μεριά του ποταμού Ερινίν, ο άνεμος μπήκε στο Άντορ. Καύσωνας επικρατούσε στις δύο πόλεις, και παρ’ όλο που έλεγαν περισσότερες προσευχές για βροχή στο Αρινγκίλ, όπου οι πρόσφυγες από την Καιρχίν συνωστίζονταν εντός των τειχών σαν ψάρια στο βαρέλι, ακόμα κι οι στρατιώτες γύρω από το Μάερον παρακαλούσαν τον Δημιουργό, άλλοτε στο μεθύσι τους κι άλλοτε στον πυρετό τους. Ο χειμώνας θα ’πρεπε να είχε απλώσει τα πλοκάμια του, τα πρώτα χιόνια θα έπρεπε να είχαν πέσει προ πολλού, όμως εκείνοι που ίδρωναν φοβούνταν για το λόγο που δεν είχε συμβεί αυτό, αν κι ελάχιστοι τολμούσαν να εκφράσουν τούτους τους φόβους.
Ο άνεμος φύσηξε προς τα δυτικά, ανακατεύοντας τα ξερά, ζαρωμένα φύλλα στα δένδρα, γεμίζοντας κυματάκια την επιφάνεια των ποταμιών που στένευαν ανάμεσα σε όχθες από σκληρή, ψημένη λάσπη. Στο Άντορ δεν υπήρχαν μισοκαμένα ερείπια, αλλά οι χωρικοί κοίταζαν νευρικά τον πρησμένο ήλιο κι οι αγρότες απέφευγαν να κοιτάνε τα χωράφια που δεν είχαν βγάλει σοδειά το φθινόπωρο. Ο άνεμος συνέχισε να φυσάει προς τα δυτικά, ώσπου διέσχισε το Κάεμλυν, κάνοντας δύο λάβαρα να φουσκώσουν πάνω από το Βασιλικό Παλάτι, στην καρδιά της Έσω Πόλης. Το ένα λάβαρο ανέμισε κατακόκκινο σαν αίμα, δείχνοντας ένα δίσκο που τον διαιρούσε μια κυματοειδής γραμμή κι ήταν ο μισός εκτυφλωτικά λευκός κι ο άλλος μισός μαύρος σαν κάρβουνο. Το άλλο λάβαρο πετούσε κατάλευκο χιόνι στον ουρανό. Είχε μια μορφή, ένα παράξενο τετράποδο ερπετό με χρυσή χαίτη, μάτια σαν ήλιους και χρυσοπόρφυρες φολίδες, η οποία έμοιαζε να καβαλά τον άνεμο. Δύσκολα θα αποφαινόταν κανείς ποιο λάβαρο ενέπνεε περισσότερο τρόμο. Μερικές φορές στα ίδια στήθια που κρυβόταν ο φόβος, κρυβόταν κι η ελπίδα. Η ελπίδα της σωτηρίας κι ο φόβος του ολέθρου, από τον ίδιο αίτιο.
Πολλοί έλεγαν ότι το Κάεμλυν ήταν η δεύτερη ομορφότερη πόλη στον κόσμου, και όχι μόνο οι Αντορίτες, που την κατέτασσαν στην πρώτη θέση, πιο πάνω κι από την Ταρ Βάλον. Ψηλοί, στρογγυλοί πύργοι ορθώνονταν ανά διαστήματα στο μεγάλο εξωτερικό τείχος από γκρίζα πέτρα με ασημένιες και λευκές πινελιές, κι εντός των τειχών ξεπρόβαλλαν ακόμα ψηλότεροι πύργοι, ενώ θόλοι λευκοί και χρυσαφένιοι λαμπύριζαν κάτω από τον ανελέητο ήλιο. Η πόλη σκαρφάλωνε τους λόφους για να φτάσει στο κέντρο της, στην πανάρχαια Έσω Πόλη, κυκλωμένη από το δικό της λαμπερό λευκό τείχος που αγκάλιαζε τους πύργους και τους θόλους της, ενώ το αστραφτοβόλο μωσαϊκό από τα μωβ, λευκά και χρυσά πλακάκια κοίταζε από ψηλά τη Νέα Πόλη, που είχε ηλικία αρκετά μικρότερη των δύο χιλιάδων χρόνων.
Όπως η Έσω Πόλη ήταν η καρδιά του Κάεμλυν, έτσι και το Βασιλικό Παλάτι —όχι μόνο επειδή βρισκόταν στο κέντρο της— ήταν η καρδιά της Έσω Πόλης, ένα παραμύθι που έλεγαν βάρδοι, γεμάτο χιονόλευκους οβελίσκους και χρυσούς θόλους και σκαλισμένες πέτρες που θύμιζαν δαντέλα. Μια καρδιά που χτυπούσε στη σκιά εκείνων των δύο λάβαρων.