Выбрать главу

Οι Άες Σεντάι ακόμα δεν φαίνονταν πουθενά, και ο ήλιος είχε αρχίσει να τους ψήνει από τις δενδροκορφές.

Ο Ματ κατέβασε ενοχλημένος το καπέλο στο μέτωπό του. «Ο Ναλέσεν ξέρει το Έμπου Νταρ, Ταλμέηνς». Ο Δακρυνός χαμογέλασε ιδρωμένος και ένευσε. Η έκφραση του Ταλμέηνς δεν άλλαξε. «Άντε, καλά. Ο Νέριμ θα έρθει». Ο Ταλμέηνς έγειρε το κεφάλι· ίσως να τα έλεγε στα σοβαρά.

Επιτέλους φάνηκε μια αναταραχή στο χωριό, μια ομάδα γυναικών που προχωρούσαν τραβώντας τα άλογά τους. Δεν ήταν μονάχα η Ηλαίην και η Νυνάβε, αν και δεν περίμενε να υπάρχουν άλλες. Η Αβιέντα φορούσε ένα γκρι φόρεμα ιππασίας, όμως κοίταζε με αμφιβολία τη γκριζοκαφέ φοράδα της. Η Κυνηγός με τη χρυσή πλεξούδα έδειχνε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση με το μουνούχι της που είχε βαριά λαγόνια και ποντικί χρώμα και φαινόταν σαν να προσπαθούσε να πείσει την Αβιέντα για κάτι σχετικό με τη φοράδα της. Τι γύρευαν εδώ αυτές οι δύο; Υπήρχαν επίσης δύο Άες Σεντάι —μάλλον έπρεπε να πει, δύο ακόμα Άες Σεντάι εκτός της Νυνάβε και της Ηλαίην— με λεπτό κορμί και λευκά μαλλιά, κάτι που ο Ματ δεν είχε ξαναδεί σε Άες Σεντάι. Ένας άνδρας περασμένης ηλικίας τις ακολουθούσε τραβώντας το δικό του άλογο και επίσης ένα φορτωμένο υποζύγιο, λιπόσαρκος, που του είχαν μείνει ελάχιστα μαλλιά κι αυτά τα λίγα ήταν γκρίζα. Ο Ματ άργησε μια στιγμή να καταλάβει ότι ήταν Πρόμαχος, καθώς φορούσε στη ράχη έναν από κείνους τους μανδύες που άλλαζαν χρώμα. Να τι σήμαινε να είσαι Πρόμαχος· οι Άες Σεντάι σε έβαζαν να δουλεύεις μέχρι που σου έπεφταν τα μαλλιά, και μετά μάλλον θα έστρωναν στη δουλειά και τα κόκαλά σου.

Ο Θομ και ο Τζούιλιν ακολούθησαν όχι πολύ πιο πίσω, κι είχαν κι αυτοί ένα υποζύγιο. Οι γυναίκες σταμάτησαν πενήντα βήματα στα αριστερά με τον γηραλέο Πρόμαχο τους, χωρίς να ρίξουν ούτε ματιά στον Ματ και τους άνδρες του. Ο βάρδος κοίταξε τη Νυνάβε και τις άλλες, μίλησε μετά στον Τζούιλιν, και οδήγησαν τα άλογά τους προς τον Ματ, όπου κοντοστάθηκαν σαν να μην ήξεραν τι υποδοχή θα συναντούσαν. Ο Ματ τους πλησίασε.

«Οφείλω μια συγγνώμη, Ματ», είπε ο Θομ, χαϊδεύοντας το μουστάκι του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων. «Η Ηλαίην μου είπε απερίφραστα ότι δεν έπρεπε να ξαναμιλήσω μαζί σου. Μόλις σήμερα το πρωί το πήρε πίσω. Μια ώρα αδυναμίας πριν μερικούς μήνες υποσχέθηκα να ακολουθώ τις διαταγές της, και αυτό μου το πετά κατάμουτρα τις πιο άσχημες στιγμές. Ενοχλήθηκε ακόμα και από τα λίγα που πρόλαβα να πω».

«Η Νυνάβε απείλησε να μου ρίξει μπουνιά στο μάτι αν σε πλησίαζα», είπε βλοσυρά ο Τζούιλιν, γέρνοντας στο ραβδί του από μπαμπού. Φορούσε κόκκινο Ταραμπονέζικο καπέλο που δεν πρόσφερε ιδιαίτερη προστασία από τον ήλιο, και ακόμα και το καπέλο φαινόταν βλοσυρό.

Ο Ματ κοίταξε τις γυναίκες. Η Νυνάβε τον κρυφοκοίταζε πάνω από τη σέλα της, αλλά όταν είδε ότι την έβλεπε, κρύφτηκε πίσω από το άλογο της, μια παχουλή καφέ φοράδα. Ο Ματ δεν θα πίστευε ότι μπορούσε κανείς να δαμάσει τον Τζούιλιν, ούτε ακόμα και η Νυνάβε, όμως ο μελαψός κλεφτοκυνηγός είχε αλλάξει ριζικά από τον άνθρωπο που είχε γνωρίσει για λίγο ο Ματ στο Δάκρυ. Τότε ο Τζούιλιν ήταν έτοιμος για όλα· αυτός ο Τζούιλιν, με τα φρύδια συνεχώς σμιγμένα, έμοιαζε να κατατρύχεται από ανησυχία. «Θα της μάθουμε τρόπους σ’ αυτό το ταξίδι, Τζούιλιν. Θομ, εγώ οφείλω συγγνώμη. Αυτό που είπα για το γράμμα. Μιλούσε το λιοπύρι, και η ανησυχία γι’ αυτές τις χαζές. Ελπίζω να ήταν καλά νέα». Θυμήθηκε, πολύ αργά, τι είχε πει ο Θομ. Είχε αφήσει τη γυναίκα που είχε γράψει το γράμμα να πεθάνει.

Όμως ο Θομ απλώς σήκωσε τους ώμους. Ο Ματ δεν ήξερε με τι βλέμμα να τον δει τώρα που δεν φορούσε το μανδύα βάρδου. «Καλά νέα; Ακόμα δεν το ξεδιάλυνα. Συχνά δεν ξέρεις αν μια γυναίκα είναι φίλη, εχθρός ή ερωμένη παρά μόνο πολύ αργά. Μερικές φορές είναι και τα τρία». Ο Ματ περίμενε να ακολουθήσει γέλιο, όμως ο Θομ συνοφρυώθηκε και βόγκηξε. «Στις γυναίκες αρέσει να παρουσιάζονται μυστηριώδεις, Ματ. Μπορώ να σου δώσω ένα παράδειγμα. Θυμάσαι την Αλούντρα;»