Για μια στιγμή ο Ραντ κλονίστηκε, τα μάτια του θόλωσαν κι είδε μαύρα στίγματα. Κούνησε το κεφάλι για να ξεζαλιστεί και χρησιμοποίησε το σπαθί εξάσκησης για να σταθεί όρθιος. Ο ξυρισμένος, βαριανασαίνοντας, τον παρακολουθούσε ανήσυχα.
«Πλήρωσέ τον», είπε ο Ραντ, και το πρόσωπο του άλλου χαλάρωσε. Η ανησυχία του ήταν περιττή. Ο Ραντ είχε υποσχεθεί ένα ημερομίσθιο επιπλέον σε όποιον κατάφερνε να τον χτυπήσει με το σπαθί. Τρία σε όποιον κατάφερνε να τον νικήσει σε προσωπική μονομαχία. Ήταν ένας τρόπος για να εξασφαλίσει ότι κανείς δεν θα συγκρατούσε τις δυνάμεις του, θέλοντας να κολακεύσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Ποτέ δεν ρωτούσε τα ονόματά τους, κι αν αυτό το έπαιρναν στραβά, τόσο το καλύτερο εφ· όσον τους έκανε να εντείνουν τις προσπάθειές τους. Οι φίλοι που είχε, κάποια μέρα θα καταριούνταν την ώρα και τη στιγμή που τον είχαν γνωρίσει — αν δεν το έκαναν ήδη. Τώρα σηκώνονταν κι οι υπόλοιποι· όποιος «σκοτωνόταν» έπρεπε να μείνει ως το τέλος του αγώνα που είχε πέσει, ώστε να αποτελεί εμπόδιο σαν να ήταν αληθινό πτώμα, όμως ο κοντός βοηθούσε τον ψαρομάλλη να σηκωθεί, ενώ έδειχνε κι ο ίδιος ότι δυσκολευόταν να σταθεί αβοήθητος. Ο άλλος, ο σβέλτος, έγερνε το κεφάλι δεξιά-αριστερά, μορφάζοντας. Η εξάσκηση είχε τελειώσει για σήμερα. «Πλήρωσέ τους όλους».
Χειροκροτήματα κι επευφημίες ακούστηκαν από τους θεατές που στέκονταν ανάμεσα στις στενές αυλακωτές κολόνες, τους άρχοντες και τις αρχόντισσες που φορούσαν πολύχρωμα μετάξια γεμάτα περίτεχνα κεντίδια και σιρίτια. Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα και πέταξε στην άκρη το σπαθί του. Αυτός ο συρφετός ήταν κόλακες του Άρχοντα Γκάεμπριλ, όταν η Βασίλισσα Μοργκέις —η βασίλισσά τους— ήταν σχεδόν αιχμάλωτη στο παλάτι του. Στο παλάτι της. Όμως ο Ραντ τους χρειαζόταν. Προς το παρόν. Αν σφίξεις τον θάμνο, θα νιώσεις τα αγκάθια του, σκέφτηκε. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως δεν το είχε σκεφτεί, αλλά το είχε πει φωναχτά.
Η Σούλιν —η νευρώδης ασπρομάλλα με τα γαλανά μάτια, που ήταν αρχηγός της συνοδείας του Ραντ, την οποία αποτελούσαν Κόρες της Λόγχης, κι ήταν επίσης αρχηγός στις Κόρες που βρίσκονταν σε αυτή την πλευρά της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου— έβγαλε ένα χρυσό μάρκο της Ταρ Βάλον από το πουγκί της και το πέταξε με μια γκριμάτσα που τέντωσε την άσχημη ουλή στο πλάι του προσώπου της. Στις Κόρες δεν άρεσε να πιάνει ο Ραντ σπαθί, έστω και σπαθί εξάσκησης. Αποδοκίμαζαν τα σπαθιά κάθε είδους. Όπως όλοι οι Αελίτες.
Ο ξυρισμένος έπιασε το νόμισμα κι ανταπέδωσε τη ματιά της Σούλιν με μια προσεκτική υπόκλιση. Όλοι ήταν προσεκτικοί απέναντι στις Κόρες, οι οποίες φορούσαν σακάκια και παντελόνια και μαλακές μπότες με κορδόνια, όλα σε καφέ και γκρίζο χρώμα που βοηθούσαν να γίνονται ένα με το ζοφερό τοπίο της Ερημιάς. Μερικές είχαν αρχίσει να προσθέτουν πράσινες αποχρώσεις, που ταίριαζαν στις υδατοχώρες, όπως τις αποκαλούσαν, παρά την ξηρασία. Σε σύγκριση με την Ερημιά του Άελ, ήταν πλημμυρισμένες· πριν φύγουν από την Ερημιά, οι περισσότεροι Αελίτες είχαν δει νερό μόνο σε μικρές λακκούβες, που μπορούσες να τις περάσεις με μια δρασκελιά, κι είχαν βεντέτες και συγκρούσεις για λιμνούλες πλάτους δυο-τριών βημάτων.
Σαν όλους τους Αελίτες πολεμιστές, σαν τις υπόλοιπες είκοσι Κόρες με τα ανοιχτόχρωμα μάτια ολόγυρα στην αυλή, η Σούλιν είχε τα μαλλιά της κοντοκομμένα, με εξαίρεση μια ψιλή κοτσίδα στον σβέρκο. Είχε τρεις κοντές λόγχες και μια μικρή στρογγυλή ασπίδα με επένδυση από τομάρι βουβαλιού στο αριστερό χέρι κι ένα μυτερό μαχαίρι με βαριά λεπίδα στη ζώνη της. Σαν όλους τους Αελίτες πολεμιστές, ακόμα και τους πιο μικρούς, όπως η Τζαλάνι, που ήταν δεκάξι χρόνων κι είχε ακόμα υπολείμματα παιδικού πάχους στα μάγουλά της, η Σούλιν ήξερε καλά τη χρήση αυτών των όπλων και θα τα χρησιμοποιούσε με την παραμικρή πρόκληση· τουλάχιστον κάπως έτσι το έβλεπαν οι άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει στην εντεύθεν πλευρά του Δρακοτείχους. Οι Κόρες παρακολουθούσαν τους πάντες εκτός απ’ αυτήν, όλα τα παράθυρα με τα χυτά διακοσμητικά, όλα τα μπαλκόνια από λευκή πέτρα, την κάθε σκιά. Μερικές κρατούσαν κοντά κυρτά κεράτινα τόξα με τα βέλη στη χορδή, με άλλα βέλη έτοιμα στις γεμάτες φαρέτρες που φορούσαν στη μέση. Οι Φαρ Ντάραϊς Μάι, οι Κόρες της Λόγχης, έφεραν την τιμή του Καρ’α’κάρν της προφητείας, αν και μερικές φορές το έκαναν με τον δικό τους ιδιόρρυθμο τρόπο, και θα πέθαιναν ως την τελευταία για να σώσουν τον Ραντ. Σ’ αυτή τη σκέψη ένιωσε τα υγρά του στομαχιού του να κοχλάζουν.
Η Σούλιν συνέχισε να πετά με περιφρονητικό ύφος τα νομίσματα —ο Ραντ χαιρόταν να χρησιμοποιεί νομίσματα της Ταρ Βάλον γι’ αυτή τη δουλειά— δίνοντας άλλο ένα στον ξυρισμένο, κι από ένα στους υπόλοιπους. Οι Αελίτες απεχθάνονταν τους υδρόβιους όσο απεχθάνονταν τα σπαθιά, και σαν τέτοιους λογάριαζαν όσους δεν ήταν γέννημα-θρέμμα του Άελ. Οι περισσότεροι θα θεωρούσαν και τον Ραντ τέτοιο, αν δεν υπήρχαν οι Δράκοντες στους πήχεις του. Ο ένας ήταν το σημάδι των αρχηγών φατρίας, που τον κέρδιζαν διακυβεύοντας τη ζωή τους με τη δύναμη της βούλησης τους· και οι δύο μαζί έδειχναν τον Καρ’α’κάρν, τον αρχηγό των αρχηγών, Εκείνον Που Έρχεται Με την Αυγή. Όσο για τις Κόρες, αυτές είχαν κι άλλους λόγους που συμφωνούσαν.