Выбрать главу

Οι άνδρες μάζεψαν τα σπαθιά εξάσκησης, τα πουκάμισα και τα σακάκια τους, υποκλίθηκαν μπροστά του κι έφυγαν. «Αύριο», φώναξε πίσω τους ο Ραντ. «Νωρίς». Υποκλίθηκαν πιο βαθιά για να δείξουν ότι είχαν ακούσει τη διαταγή.

Πριν χαθούν οι σπαθοφόροι από την αυλή, οι Αντορίτες αριστοκράτες χίμηξαν λεφούσι από τις κιονοστοιχίες κι ένα ουράνιο τόξο από μεταξωτά υφάσματα έπνιξε τον Ραντ, καθώς σκούπιζαν τα ιδρωμένα πρόσωπά τους με δαντελωτά μαντιλάκια. Ο Ραντ ένιωσε να φουσκώνει η χολή μέσα του. Χρησιμοποίησε ό,τι μπορείς να χρησιμοποιήσεις, αλλιώς άσε τη Σκιά να απλωθεί στον κόσμο. Αυτό του το είχε πει η Μουαραίν. Σε σύγκριση μ’ αυτούς εδώ, σχεδόν προτιμούσε την απροκάλυπτη αντιπαλότητα των Καιρχινών και των Δακρυνών. Ειλικρινά, παραλίγο θα έβαζε τα γέλια ακούγοντας αυτά που του έλεγαν τούτοι δω.

«Ήσουν υπέροχος», είπε ξέπνοα η Αρυμίλα, αγγίζοντας ανάλαφρα το μπράτσο του. «Τόσο γρήγορος, τόσο δυνατός». Τα μεγάλα καστανά μάτια της έμοιαζαν να καίνε. Ήταν ανόητη, αν νόμιζε ότι ο Ραντ θα υπέκυπτε έτσι· η πράσινη εσθήτα της, στολισμένη με ασημένιες κληματσίδες, ήταν προκλητική για τα δεδομένα των Αντοριτών, δηλαδή φανέρωνε μια υποψία ντεκολτέ. Ήταν ομορφούλα, αλλά θα μπορούσε να είναι μητέρα του στην ηλικία της. Δεν υπήρχε νεότερη γυναίκα εκεί, και κάποιες ήταν μεγαλύτερές της, όμως όλες ανταγωνίζονταν ποια θα πρωτοκολάκευε τον Ραντ.

«Ήταν εξαίσιο, Άρχοντα Δράκοντα». Η Ελένια μόνο που δεν έσπρωξε με τον αγκώνα την Αρυμίλα στην άκρη. Το χαμόγελό της φαινόταν παράξενο στο αλεπουδίσιο πρόσωπο αυτής της γυναίκας με τα μελένια μαλλιά· είχε φήμη μέγαιρας. Φυσικά, δεν φερόταν έτσι στον Ραντ. «Ποτέ στην ιστορία του Άντορ δεν είχε εμφανιστεί ξιφομάχος σαν και σένα. Ακόμα κι ο Σουράν Μαραβαίλ, που ήταν ο πιο λαμπρός στρατηγός του Άρτουρ του Γερακόφτερου και σύζυγος της Ισάρα, της πρώτης που είχε ανεβεί στο Θρόνο του Λιονταριού — ακόμα κι εκείνος σκοτώθηκε όταν τα έβαλε με τέσσερις μόνο ξιφομάχους. Ήταν ασασίνοι, στο εικοστό τρίτο έτος του Εκατονταετούς Πολέμου. Μολονότι σκότωσε και τους τέσσερις». Η Ελένια σπανίως έχανε την ευκαιρία να επιδείξει τις γνώσεις της στην ιστορία του Άντορ, ειδικά σε τομείς όπου λίγα ήταν γνωστά, όπως ο πόλεμος που είχε διαλύσει την αυτοκρατορία του Γερακόφτερου μετά τον θάνατό του. Τουλάχιστον, σήμερα δεν είχε προσθέσει κι άλλα επιχειρήματα για τις αξιώσεις της στον Θρόνο του Λιονταριού.

«Απλώς στάθηκε λίγο άτυχος στο τέλος», είπε κεφάτα ο σύζυγος της Ελένια, ο Τζάριντ. Ήταν ένας κοντόχοντρος άνδρας, κάπως μελαψός για Αντορίτης. Τα μανικέτια κι ο μακρύς γιακάς του κόκκινου σακακιού του ήταν καλυμμένα από κεντητά ποικίλματα και χρυσούς αγριόχοιρους, και τα Λευκά Λιοντάρια του Άντορ στόλιζαν τα μακριά μανίκια και τον ψηλό γιακά της ασορτί κόκκινης εσθήτας της Ελένια. Άραγε, πίστευε ότι ο Ραντ δεν θα αναγνώριζε τι σήμαιναν αυτά τα λιοντάρια; Ο Τζάριντ ήταν η Υψηλή Έδρα του Οίκου του, όμως η ορμή κι οι φιλοδοξίες πήγαζαν απ’ αυτήν.

«Τα κατάφερες περίφημα, Άρχοντα Δράκοντα», είπε ευθέως η Κάριντ. Το ασταφτοβόλο γκρίζο φόρεμα της, αυστηρό σαν το πρόσωπό της αλλά βαρύ από τις ασημένιες πλεξούδες στα μανίκια και στον ποδόγυρο, ταίριαζε με τις γκρίζες πινελιές στα μελαχρινά μαλλιά της. «Σίγουρα είσαι ο καλύτερος ξιφομάχος στον κόσμο». Παρά τα λόγια της, το ανέκφραστο βλέμμα της έμοιαζε με σφυρί. Αν είχε μυαλό αντάξιο της σκληράδας της, θα ήταν επικίνδυνη.

Η Νάεαν ήταν μια λιγνή καλλονή με κάτασπρο δέρμα, μεγάλα γαλανά μάτια και λαμπερά μαύρα μαλλιά που έπεφταν κατά κύματα, όμως το περιπαικτικό χαμόγελο που έστρεψε στους πέντε άνδρες καθώς έφευγαν ήταν ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της. «Υποψιάζομαι ότι το προσχεδίασαν έτσι, ώστε να μη καταφέρει να σε νικήσει κανείς. Θα μοιραστούν όλοι το επιπλέον νόμισμα». Σε αντίθεση με την Ελένια, η γαλανοφορεμένη γυναίκα με τα Τριπλά Κλειδιά του Οίκου Άρων στα μακριά μανίκια της ποτέ δεν ανέφερε ότι κι η ίδια διεκδικούσε τον θρόνο, ποτέ μπροστά στον Ραντ. Υποκρινόταν ότι της αρκούσε να είναι η Υψηλή Έδρα ενός αρχαίου Οίκου, μια λέαινα που υποκρινόταν ότι της αρκούσε να είναι γατούλα σαλονιού.

«Μπορώ να είμαι πάντα σίγουρος ότι οι εχθροί μου δεν θα συνεργαστούν;» ρώτησε αυτός ήρεμα. Η Νάεαν ανοιγόκλεισε το στόμα από τη σαστισμάρα· δεν ήταν ανόητη, αλλά έμοιαζε να πιστεύει ότι οι αντίπαλοί της έπρεπε να βάλουν την ουρά στα σκέλια όταν τους επιτιθόταν, και το θεωρούσε προσωπική προσβολή όταν δεν το έκαναν.