Выбрать главу

Μία από τις Κόρες, η Ενάιλα, χωρίς να δώσει σημασία στους ευγενείς, πρόσφερε στον Ραντ μια χοντρή, άσπρη πετσέτα για να σκουπίσει τον ιδρώτα του. Είχε κόκκινα μαλλιά στο χρώμα της φλόγας, ήταν κοντή για Αελίτισσα, και την ενοχλούσε που μερικές απ’ αυτές τις υδρόβιες ήταν ψηλότερές της. Οι περισσότερες Κόρες ήταν τόσο ψηλές, ώστε μπορούσαν να κοιτάξουν κατάματα τους περισσότερους από τους άνδρες που βρίσκονταν εκεί. Οι Αντορίτες προσπάθησαν με τη σειρά τους να την αγνοήσουν, όμως έστρεφαν τόσο επιτηδευμένα το βλέμμα αλλού, που η προσπάθειά τους κατέληξε σε κατάφωρη αποτυχία. Η Ενάιλα ξανάφυγε σαν να ήταν αόρατοι μπροστά της.

Η σιγή κράτησε μονάχα μερικές στιγμές. «Ο Άρχοντας Δράκοντας είναι σοφός», είπε ο Άρχοντας Λιρ κάνοντας μια μικρή υπόκλιση και σμίγοντας ελάχιστα τα φρύδια. Ο Λιρ ήταν η Υψηλή Έδρα του Οίκου Άνσαρ, με λεπτότητα κι αντοχή σπαθιού, φορώντας κίτρινο σακάκι στολισμένο με χρυσά κορδόνια, ήταν υπερβολικά πράος και δουλοπρεπής. Μόνο εκείνα τα περιστασιακά συνοφρυώματα τάραζαν τη γαλήνη, σαν να μη τα καταλάβαινε, όμως δεν ήταν ο μόνος που έριχνε παράξενες ματιές στον Ραντ. Όλοι κάποιοι φορές κοίταζαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα ανάμεσά τους με δέος και δυσπιστία. «Οι εχθροί που έχει κανείς, νωρίτερα ή αργότερα θα συνεργαστούν μεταξύ τους. Πρέπει να τους αναγνωρίσει κανείς πριν προλάβουν να το κάνουν».

Ακολούθησαν κι άλλοι έπαινοι για τη σοφία τον Ραντ από τον Άρχοντα Χένρεν, που ήταν γεροδεμένος, φαλακρός, με σκληρό βλέμμα, κι από την Αρχόντισσα Κάρλυς με τα γκρίζα, σγουρά μαλλιά, το φιλικό πρόσωπο και το πανούργο μυαλό, από την παχουλή Νταερίλα που χαχάνιζε και τον νευρικό Έλεγκαρ με τα σφιγμένα χείλη, κι από καμιά δωδεκαριά άλλους που είχαν μείνει σιωπηλοί όσο μιλούσαν οι πιο ισχυροί.

Οι κατώτεροι άρχοντες κι αρχόντισσες σιώπησαν μόλις η Ελένια ξανάνοιξε το στόμα της. «Το δύσκολο είναι πάντα να αναγνωρίσεις τους εχθρούς σου πριν φανερωθούν. Συχνά είναι πολύ αργά τότε». Ο σύζυγός της ένευσε με περισπούδαστο ύφος.

«Εγώ πάντα λέω», δήλωσε η Νάεαν, «ότι όποιος δεν με υποστηρίζει, είναι εναντίον μου. Βρίσκω ότι είναι ένας χρήσιμος κανόνας. Εκείνοι που στέκουν παράμερα, ίσως απλώς περιμένουν να γυρίσεις την πλάτη για να σου καρφώσουν το μαχαίρι».

Δεν ήταν η πρώτη φορά που προσπαθούσαν να εδραιώσουν τη θέση τους ρίχνοντας τις υποψίες σε όσους δεν ήταν στο πλευρό τους, όμως ο Ραντ ήθελε να τα σταματούσαν όλα αυτά χωρίς να χρειαζόταν να τους το πει ο ίδιος. Οι απόπειρες τους να παίξουν το Παιχνίδι των Οίκων ωχριούσαν σε σύγκριση με τους πονηρούς ελιγμούς των Καιρχινών ή ακόμα και των Δακρυνών, κι εκτός αυτού ήταν ενοχλητικές, όμως ο Ραντ κάποιες σκέψεις θα προτιμούσε να μη τις βάλουν στο μυαλό τους. Η ανέλπιστη βοήθεια ήρθε από τον ασπρομάλλη Άρχοντα Νάσιν, που ήταν Υψηλή Έδρα του Οίκου Κάερεν.

«Άλλος ένας Τζήρομ», είπε μ’ ένα υποτακτικό χαμόγελο στο λιπόσαρκο, στερνό πρόσωπό του. Αγανακτισμένα βλέμματα έπεσαν πάνω του, ακόμα κι από κάποιους κατώτερους ευγενείς πριν προλάβουν να συγκρατηθούν. Ο Νάσιν δεν έστεκε καλά στα μυαλά του μετά τα γεγονότα που είχαν σημάνει την άφιξη του Ραντ στο Κάεμλυν. Αντί για το Άστρο και το Σπαθί του Οίκου του, τα ανοιχτογάλανα πέτα του Νάσιν ήταν παράταιρα στολισμένα με λουλούδια, φεγγαράκια και καρδούλες, και μερικές φορές φορούσε ένα λουλούδι στα αραιά μαλλιά του σαν ερωτοχτυπημένο χωριατόπουλο. Ο Οίκος Κάερεν ήταν τόσο ισχυρός, που ούτε ακόμα κι ο Τζάριντ ή η Νάεαν δεν μπορούσαν να τον σπρώξουν στην άκρη. Το κεφάλι του Νάσιν ανεβοκατέβαινε αργά στον λεπτό λαιμό του. «Η δεξιοτεχνία σου στη λεπίδα είναι εντυπωσιακή, Άρχοντα Δράκοντα. Είσαι άλλος ένας Τζήρομ».

«Γιατί;» Η λέξη ήχησε κοφτά στην αυλή, κάνοντας τα πρόσωπα των Αντοριτών να ξινίσουν.

Ο Ντάβραμ Μπασίρε ολοφάνερα δεν ήταν Αντορίτης, με τα γερτά, σχεδόν μαύρα μάτια του, τη γαμψή μύτη και τη χοντρή γκρίζα μουστάκα του, που κατηφόριζε σαν δυο κέρατα στραμμένα προς τα κάτω γύρω από το πλατύ στόμα του. Ήταν λεπτός, λίγο πιο ψηλός από την Ενάιλα, και φορούσε κοντό γκρίζο σακάκι με ασημένια κεντίδια στις άκρες των μανικιών και στα πέτα, και φαρδύ παντελόνι χωμένο στις μπότες που έφταναν ως τα γόνατα. Εκεί που οι Αντορίτες έστεκαν όρθιοι για να δουν, ο Στρατάρχης της Σαλδαίας είχε βάλει να φέρουν μια επίχρυση πολυθρόνα στην αυλή κι είχε αράξει με το ένα πόδι ανεβασμένο στο μπράτσο της, ενώ είχε στρίψει το σπαθί του με τα στρογγυλά κιγιόν, έτσι ώστε η λαβή να βρίσκεται σε εύκαιρο σημείο. Το μελαψό πρόσωπό του γυάλιζε από τον ιδρώτα, αλλά δεν του έδινε περισσότερη σημασία απ’ όση έδινε στους Αντορίτες.