«Τι εννοείς;» απαίτησε να μάθει ο Ραντ.
«Τόση εξάσκηση με το σπαθί», είπε απτόητος ο Μπασίρε. «Και με πέντε άνδρες; Κανείς δεν κάνει εξάσκηση με πέντε άνδρες. Είναι χαζομάρα. Κάποια στιγμή τα μυαλά σου θα χυθούν στο χώμα σε κάποιον τέτοιο τσακωμό, παρά τα σπαθιά εξάσκησης, εντελώς άσκοπα».
Το σαγόνι του Ραντ σφίχτηκε. «Ο Τζήρομ κάποτε είχε νικήσει δέκα».
Ο Μπασίρε ανασάλεψε στην πολυθρόνα του και γέλασε. «Νομίζεις ότι θα ζήσεις αρκετά για να γίνεις ισάξιος του πιο λαμπρού ξιφομάχου της ιστορίας;» Ένα θυμωμένο μουρμούρισμα ακούστηκε από τους Αντορίτες —ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι ο θυμός ήταν προσποιητός— όμως ο Μπασίρε δεν έδωσε σημασία. «Στο κάτω-κάτω, είσαι αυτός που είσαι». Ξαφνικά, το χέρι του κινήθηκε σαν ελατήριο που πεταγόταν· το εγχειρίδιο, που το είχε ξεθηκαρώσει με την ίδια κίνηση, πέταξε και πλησίασε την καρδιά του Ραντ.
Ο Ραντ δεν σάλεψε ούτε έναν μυ του. Αντίθετα, έπιασε το σαϊντίν, το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής· δεν απαιτούσε περισσότερη σκέψη απ’ όση η αναπνοή. Το σαϊντίν κύλησε μέσα του, φέρνοντας μαζί το μίασμα του Σκοτεινού, μια χιονοστιβάδα ρυπαρού πάγου, έναν χείμαρρο δύσοσμου λιωμένου μετάλλου. Προσπάθησε να τον τσακίσει, να τον παρασύρει, αλλά ο Ραντ στάθηκε πάνω του, όπως κάποιος που ισορροπούσε σε ένα βουνό που κατέρρεε. Διαβίβασε, και μια απλή ύφανση Αέρα κύκλωσε το εγχειρίδιο και το σταμάτησε σε απόσταση μισού μέτρου από το στήθος του. Τον τύλιξε η αδειανοσύνη· αιωρήθηκε μέσα της, στο Κενό, ενώ οι σκέψεις και τα συναισθήματα ήταν κάτι απόμακρο.
«Θα πεθάνεις!» φώναξε ο Τζάριντ ξιφουλκώντας, ενώ έτρεχε προς τον Μπασίρε. Ο Λιρ κι ο Χένρεν κι ο Έλεγκαρ κι όλοι οι Αντορίτες άρχοντες είχαν βγάλει τα σπαθιά, ακόμη κι ο Νάσιν, αν και, όπως το κρατούσε, ήταν έτοιμο να πέσει. Οι Κόρες είχαν τυλίξει το σούφα γύρω από το κεφάλι τους, ανεβάζοντας τα μαύρα πέπλα για να κρύψουν το πρόσωπο, αφήνοντας μόνο τα γαλάζια ή πράσινα μάτια τους να φαίνονται, κι είχαν υψώσει τις λόγχες με τις μακριές αιχμές· οι Αελίτες πάντα έβαζαν τα πέπλα τους πριν σκοτώσουν.
«Σταθείτε!» φώναξε ξερά ο Ραντ κι όλοι πάγωσαν επιτόπου· οι Αντορίτες βλεφάριζαν μπερδεμένοι κι οι Κόρες στέκονταν πανέτοιμες. Ο Μπασίρε δεν είχε σαλέψει άλλο, απλώς είχε ξαναβολευτεί, με το πόδι ακόμα πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας του.
Ο Ραντ με ένα χέρι κατέβασε από τον αέρα το εγχειρίδιο με την κεράτινη λαβή κι άφησε την Πηγή. Του ήταν δύσκολο να το κάνει, παρά το μίασμα που του έφερνε αναγούλα, το μίασμα που τελικά σκότωνε τους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν. Με το σαϊντίν μέσα του, είχε οξύτερη όραση κι ακοή. Δεν καταλάβαινε αυτό το παράδοξο, αλλά όταν έπλεε σε κείνο το φαινομενικά απέραντο Κενό, με κάποιον τρόπο προστατευμένος από σωματικά αισθήματα και συναισθήματα, όλες οι αισθήσεις του εντείνονταν· δίχως το σαϊντίν ένιωθε λιγότερο ζωντανός. Και μπορεί ένα μέρος του μολύσματος να έμενε πίσω, όχι όμως η ανακουφιστική δόξα του σαϊντίν. Η θανατηφόρα δόξα που θα τον σκότωνε, αν ο Ραντ κλονιζόταν έστω και μια στιγμή στον αγώνα μαζί του.
Στριφογυρνώντας το εγχειρίδιο στα χέρια του, πλησίασε αργά τον Μπασίρε. «Αν είχα καθυστερήσει έστω και κατά ένα βλεφάρισμα», είπε μαλακά, «θα ήμουν νεκρός. Μπορώ να σε σκοτώσω εδώ που κάθεσαι και κανένας νόμος στο Άντορ ή οπουδήποτε αλλού δεν θα έλεγε ότι έσφαλα». Συνειδητοποίησε ότι ήταν έτοιμος να το κάνει. Μια ψυχρή λύσσα είχε πάρει τη θέση του σαϊντίν. Η λίγων εβδομάδων γνωριμία τους δεν δικαιολογούσε κάτι τέτοιο.
Τα γερτά μάτια του Σαλδαίου ήταν γαλήνια, λες κι αναπαυόταν στο σπίτι του. «Αυτό δεν θα άρεσε καθόλου στη γυναίκα μου. Για να μην πω ότι θα έβλεπε κι εσένα με μισό μάτι. Η Ντέιρα μάλλον θα αναλάμβανε τη διοίκηση και θα ξεκινούσε πάλι για να κυνηγήσει τον Τάιμ. Έχει αντιρρήσεις και για το ότι συμφώνησα να σε ακολουθήσω».
Ο Ραντ κούνησε ελαφρά το κεφάλι, καθώς η αιχμή του θυμού του είχε στομώσει από την αταραξία του άλλου. Κι από τα λόγια του. Είχε εκπλαγεί, μαθαίνοντας ότι μεταξύ των εννέα χιλιάδων έφιππων Σαλδαίων που είχε φέρει μαζί του ο Μπασίρε, συμπεριλαμβάνονταν οι σύζυγοι των ευγενών, όπως κι αρκετών από τους άλλους αξιωματικούς. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν να ρίχνεις τη γυναίκα σου στον κίνδυνο, όμως ήταν μια παράδοση στη Σαλδαία, με εξαίρεση τις εκστρατείες στη Μάστιγα.
Απέφυγε να κοιτάξει τις Κόρες. Ήταν πολεμίστριες μέχρι τα μύχια της ψυχής τους, αλλά ήταν και γυναίκες. Κι είχε υποσχεθεί να μη τις κρατήσει μακριά από τον κίνδυνο, ούτε ακόμη κι από το θάνατο. Δεν είχε υποσχεθεί να χαίρεται γι’ αυτό, κι ήταν κάτι που τον βασάνιζε, αλλά τηρούσε τις υποσχέσεις του. Ο Ραντ έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, έστω κι όταν μισούσε τον εαυτό του γι’ αυτό.