Выбрать главу

«Εσύ κι ο Ματ καταστρώσατε ένα καλό σχέδιο». Η βασική ιδέα ανήκε στον Ραντ, όμως ο Ματ κι ο Μπασίρε είχαν συμπληρώσει τις χίλιες λεπτομέρειες που την έκαναν λειτουργική, και περισσότερες ο Ματ παρά ο Μπασίρε.

«Πολύ ενδιαφέρων νεαρός αυτός ο Ματ Κώθον», σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Μπασίρε. «Ανυπομονώ να ξαναμιλήσουμε. Δεν είπε καμιά φορά ποιος ήταν ο δάσκαλός του. Ο Άγκελμαρ Τζάνκαντ; Άκουσα ότι είχατε πάει κι οι δύο στο Σίναρ». Ο Ραντ δεν είπε τίποτα. Τα μυστικά του Ματ ήταν δική του υπόθεση· ούτε ο ίδιος ο Ραντ δεν ήξερε ποια ήταν. Ο Μπασίρε έγειρε το κεφάλι, έξυσε το μουστάκι του με ένα δάχτυλο. «Είναι νέος για να έχει μαθητεύσει σε κάποιον. Δεν είναι μεγαλύτερός σου. Βρήκε καμιά βιβλιοθήκη πουθενά; Θα ήθελα να δω τα βιβλία που διάβασε».

«Πρέπει να ρωτήσεις τον ίδιο», είπε ο Ραντ. «Δεν ξέρω». Μπορεί ο Ματ να είχε διαβάσει κάποιο βιβλίο κάποτε, αλλά γενικά δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ο Μπασίρε απλώς ένευσε. Όταν ο Ραντ δεν ήθελε να μιλήσει για κάτι, εκείνος συνήθως δεν επέμενε. Συνήθως. «Την άλλη φορά που θα πεταχτείς στην Καιρχίν, δεν φέρνεις μαζί σου εκείνη την Πράσινη αδελφή που είναι εκεί; Την Εγκουέν Σεντάι; Άκουσα τους Αελίτες να μιλούν γι’ αυτή· λένε ότι κι αυτή είναι από το χωριό σου. Αυτήν θα μπορούσες να την εμπιστευτείς, έτσι δεν είναι;»

«Η Εγκουέν έχει άλλα καθήκοντα», γέλασε ο Ραντ. Μια Πράσινη αδελφή. Και πού να ’ξερε ο Μπασίρε...

Η Σομάρα εμφανίστηκε στο πλευρό του Ραντ με το λινό πουκάμισό του και το σακάκι του, ένα φίνο μάλλινο ραμμένο στο Αντορινό στυλ με δράκοντες στο μακρύ γιακά και δάφνες στα πέτα και κάθετα στα μανίκια. Ήταν ψηλή ακόμα και για Αελίτισσα, ίσως ούτε μια παλάμη κοντύτερη του. Είχε κατεβάσει το πέπλο της, όπως κι οι άλλες Κόρες, όμως το σούφα ακόμα μισοέκρυβε το πρόσωπό της. «Ο Καρ’α’κάρν θα κρυολογήσει», μουρμούρισε.

Εκείνος αμφέβαλλε. Μπορεί για τους Αελίτες τέτοια ζέστη να ήταν συνηθισμένη, όμως αυτός ιδρωκοπούσε σχεδόν όσο και πριν που έκανε εξάσκηση στο σπαθί. Πάντως, φόρεσε το πουκάμισο πάνω από το κεφάλι του και το έχωσε στο παντελόνι, αφήνοντας όμως τα κορδόνια λυτά, κι ύστερα έβαλε και το σακάκι. Δεν φανταζόταν ότι η Σομάρα θα έφτανε στο σημείο να του φορέσει η ίδια τα ρούχα του, τουλάχιστον όχι μπροστά στους άλλους, όμως μ’ αυτόν τον τρόπο θα γλίτωνε το κήρυγμα απ’ αυτήν και την Ενάιλα, και πιθανότατα μερικές από τις άλλες, μαζί με το τσάι από βότανα.

Για τους περισσότερους Αελίτες ο Ραντ ήταν ο Καρ’α’κάρν, και το ίδιο ίσχυε για τις Κόρες. Δημοσίως. Όταν ήταν μόνος με τις γυναίκες που είχαν επιλέξει να απαρνηθούν το γάμο και την οικογενειακή εστία προτιμώντας τη λόγχη, τότε το ζήτημα περιπλεκόταν. Υπέθετε ότι μπορούσε να δώσει ένα τέλος σ’ αυτό —μάλλον— όμως τους το χρωστούσε. Ήδη μερικές είχαν σκοτωθεί για χάρη του, και θα σκοτώνονταν κι άλλες —το είχε υποσχεθεί, που να τον έκαιγε το Φως!— κι αφού μπορούσε να τις αφήσει να σκοτωθούν, μπορούσε να τις αφήσει να κάνουν και τα υπόλοιπα. Ο ιδρώτας αμέσως πότισε το πουκάμισο και γέμισε με σκούρους λεκέδες το σακάκι.

«Αλ’Θόρ, χρειάζεσαι τις Άες Σεντάι». Μακάρι ο Μπασίρε να ήταν εξίσου πεισματάρης και στη μάχη· αυτή τη φήμη είχε, όμως ο Ραντ μπορούσε να τον κρίνει μόνο από τη φήμη του κι από τις λίγες βδομάδες που τον ήξερε. «Δεν σε συμφέρει να στραφούν εναντίον σου, κι αν δεν πιστέψουν ότι σε κρατούν από κάπου, ίσως αυτό ακριβώς να κάνουν. Οι Άες Σεντάι είναι πονηρές· κανένας άνδρας δεν ξέρει τι θα κάνουν και γιατί θα το κάνουν».

«Κι αν σου έλεγα ότι υπάρχουν εκατοντάδες Άες Σεντάι έτοιμες να με υποστηρίξουν;» Ο Ραντ ήξερε ότι οι Αντορίτες άκουγαν· έπρεπε να προσέξει ώστε να μην αποκαλύψει πολλά. Όχι ότι ήξερε πολλά. Αυτά που ήξερε ήταν μάλλον προϊόν υπερβολής κι ελπίδας. Αμφέβαλλε για το «εκατοντάδες», ό,τι κι αν άφηνε η Εγκουέν να εννοηθεί.

Τα μάτια του Μπασίρε στένεψαν. «Αν είχε έρθει πρεσβεία από τον Πύργο, θα το ήξερα, οπότε...» Η φωνή του έγινε σχεδόν ψίθυρος. «Το σχίσμα; Ο Πύργος στ’ αλήθεια χωρίστηκε στα δύο;» Δεν πίστευε τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα του. Όλοι ήξεραν ότι η Σιουάν Σάντσε είχε καθαιρεθεί από Έδρα της Άμερλιν κι είχε σιγανευτεί —είχε εκτελεστεί, όπως έλεγαν οι φήμες— αλλά για τους περισσότερους η διαίρεση του Πύργου ήταν απλή εικασία κι ελάχιστοι το πίστευαν στ’ αλήθεια. Ο Λευκός Πύργος είχε παραμείνει ένας και μοναδικός, ένας μονόλιθος που πρόβαλλε πάνω από θρόνους, επί τρεις χιλιάδες χρόνια. Όμως ο Σαλδαίος ήταν άνθρωπος που συλλογιζόταν όλα τα ενδεχόμενα. Συνέχισε ψιθυρίζοντας κυριολεκτικά, πλησιάζοντας κοντά του για να μην ακουστεί από τους Αντορίτες. «Αυτό σημαίνει ότι οι αντάρτισσες είναι έτοιμες να σε υποστηρίξουν. Θα μπορούσες να κάνεις καλύτερη συμφωνία μ’ αυτές —σε χρειάζονται όσο τις χρειάζεσαι, ίσως και περισσότερο— αλλά οι αντάρτισσες, ακόμα κι αντάρτισσες Άες Σεντάι, δεν έχουν το κύρος του Λευκού Πύργου, τουλάχιστον στους εστεμμένους. Μπορεί οι λαϊκοί να μη καταλάβουν τη διαφορά, όμως οι βασιλιάδες κι οι βασίλισσες θα την ξέρουν».