«Δεν παύουν να είναι Άες Σεντάι», συνέχισε ο Ραντ, χαμηλόφωνα κι αυτός, «όποιες κι αν είναι». Όπου κι είναι, σκέφτηκε ξερά. Άες Σεντάι... Υπηρέτες Όλων... η Αίθουσα των Υπηρετών γκρεμίστηκε... γκρεμίστηκε παντοτινά... γκρεμίστηκε... Ιλυένα, αγάπη μου... Ο Ραντ έπνιξε ανελέητα τις σκέψεις του Λουζ Θέριν. Μερικές φορές του πρόσφεραν πραγματική βοήθεια, δίνοντάς του πληροφορίες που χρειαζόταν, όμως με τον καιρό δυνάμωναν πολύ. Αν είχε κάποια Άες Σεντάι εκεί —μια Κίτρινη· αυτές ήξεραν καλά να Θεραπεύουν— ίσως θα μπορούσε να τον... Υπήρχε μία Άες Σεντάι την οποία εμπιστευόταν, αν και μόνο λίγο πριν από τον θάνατό της· η Μουαραίν του είχε αφήσει μια συμβουλή για τις Άες Σεντάι, για όλες τις άλλες γυναίκες που φορούσαν το επώμιο και το δαχτυλίδι. «Ποτέ δεν θα εμπιστευτώ Άες Σεντάι», είπε βραχνά, μαλακά. «Θα τις εκμεταλλευτώ, επειδή τις χρειάζομαι, αλλά, είτε είναι του Πύργου είτε αντάρτισσες, ξέρω ότι θα προσπαθήσουν να με εκμεταλλευτούν, επειδή πάντα αυτό κάνουν οι Άες Σεντάι. Ποτέ δεν θα τις εμπιστευτώ, Μπασίρε».
Ο Σαλδαίος ένευσε αργά. «Τότε εκμεταλλεύσου τις, αν μπορείς. Αλλά ένα πράγμα να θυμάσαι. Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί για καιρό σε αυτό που θέλουν οι Άες Σεντάι να κάνει». Ξαφνικά, άφησε ένα ξερό γελάκι. «Απ’ όσο ξέρω, ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος ήταν ο τελευταίος. Που το Φως να μου κάψει τα μάτια, μπορεί εσύ να είσαι ο δεύτερος».
Τα βήματα με μπότες προμήνυσαν ότι κάποιος άλλος ερχόταν στην αυλή· ήταν ένας άνθρωπος του Μπασίρε, με χοντρούς ώμους και στενή μύτη, ένα κεφάλι ψηλότερος από τον στρατηγό του, με πυκνή μαύρη γενειάδα και χοντρό μουστάκι. Προχωρούσε σαν να ήταν περισσότερο συνηθισμένος στη σέλα παρά στο περπάτημα, αλλά κράτησε το σπαθί με επιδεξιότητα καθώς υποκλινόταν. Περισσότερο προς τον Μπασίρε παρά προς τον Ραντ. Μπορεί ο Μπασίρε να ακολουθούσε τον Αναγεννημένο Δράκοντα, όμως ο Τούμαντ —αν θυμόταν καλά ο Ραντ, αυτό πρέπει να ήταν το όνομά του· Τούμαντ Άζκαν— ακολουθούσε τον Μπασίρε. Η Ενάιλα και τρεις άλλες Κόρες στύλωσαν το βλέμμα στον νεοαφιχθέντα Σαλδαίο· δεν εμπιστεύονταν κανέναν υδρόβιο κοντά στον Καρ’α’κάρν.
«Κάποιος άνδρας έχει παρουσιαστεί στις πύλες», είπε ανήσυχος ο Τούμαντ. «Λέει... Είναι ο Μάζριμ Τάιμ, Άρχοντα Μπασίρε».
2
Μια Καινούρια Άφιξη
Ο Μάζριμ Τάιμ. Πριν από τον Ραντ, κι άλλοι άνδρες μέσα στους αιώνες είχαν ισχυριστεί ότι ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Τα τελευταία χρόνια πριν από τον Ραντ ήταν σαν να είχε πέσει πανούκλα από ψεύτικους Δράκοντες, μερικοί εκ των οποίων μπορούσαν όντως να διαβιβάσουν. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Μάζριμ Τάιμ, ο οποίος είχε συγκεντρώσει στρατό κι είχε σπείρει την καταστροφή στη Σαλδαία προτού τον αιχμαλωτίσουν. Η έκφραση του Μπασίρε δεν άλλαξε, όμως το χέρι του άσπρισε στη λαβή του σπαθιού του, κι ο Τούμαντ τον κοίταζε περιμένοντας διαταγές. Ο Τάιμ είχε δραπετεύσει καθ’ οδόν προς την Ταρ Βάλον, όπου τον πήγαιναν για να τον ειρηνέψουν, κι αυτός ήταν αρχικά ο λόγος που ο Μπασίρε είχε έρθει στο Άντορ. Τόσο πολύ φοβόταν και μισούσε η Σαλδαία τον Μάζριμ Τάιμ· η Βασίλισσα Τενόμπια είχε στείλει τον Μπασίρε συνοδεία στρατού για να τον κυνηγήσει όπου κι αν πήγαινε, όσο καιρό κι αν χρειαζόταν, για να εξασφαλίσει ότι ο Τάιμ δεν θα ενοχλούσε ποτέ ξανά τη Σαλδαία. Οι Κόρες απλώς στέκονταν γαλήνιες, όμως εκείνο το όνομα εξαπλώθηκε στους Αντορίτες σαν φωτιά σε ξερόκλαδα. Εκεί που βοηθούσαν την Αρυμίλα να σηκωθεί, τα μάτια της αναποδογύρισαν πάλι και θα ξανασωριαζόταν κάτω, αν η Κάριντ δεν την ακουμπούσε μαλακά στο πλακόστρωτο. Ο Έλεγκαρ οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας ανάμεσα στις κολόνες κι έσκυψε, κάνοντας εμετό. Οι άλλοι άφησαν επιφωνήματα, πανικοβλήθηκαν, έκρυψαν τα στόματά τους με μαντίλια, έσφιξαν τις λαβές των σπαθιών τους. Ακόμα κι η Κάριντ, που τη διέκρινε ψυχραιμία, έγλειψε τα χείλη της νευρικά.
Ο Ραντ τράβηξε το χέρι του από την τσέπη του σακακιού του. «Η αμνηστία», είπε, και οι δύο Σαλδαίοι τον κοίταξαν ανέκφραστα.
«Κι αν δεν ήρθε για την αμνηστία που κήρυξες;» είπε ύστερα από μια παύση ο Μπασίρε. «Αν ακόμα ισχυρίζεται πως είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας;» Οι Αντορίτες ανασάλεψαν· κανείς δεν ήθελε να είναι παρών σε μονομαχία όπου ίσως χρησιμοποιείτο η Μία Δύναμη.