Выбрать главу

«Αν το πιστεύει», είπε αποφασιστικά ο Ραντ, «θα του επισημάνω το λάθος του». Είχε στην τσέπη του έναν σπανιότατο τύπο ανγκριάλ, φτιαγμένο για άνδρες, ένα είδωλο που παρίστανε ένα χοντρό ανθρωπάκο με σπαθί. Όσο δυνατός κι αν ήταν ο Τάιμ, δεν θα μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτό. «Αλλά αν έχει έρθει για την αμνηστία, ισχύει και γι’ αυτόν, όπως για κάθε άλλον». Ό,τι κι αν είχε κάνει ο Τάιμ στη Σαλδαία, ο Ραντ δεν μπορούσε να διώξει έναν άνδρα που μπορούσε να διαβιβάζει, που δεν θα χρειαζόταν να ξεκινήσει το μάθημα από το μηδέν. Ο Ραντ χρειαζόταν έναν τέτοιο άνθρωπο. Δεν μπορούσε να διώξει κανέναν εκτός από τους Αποδιωγμένους, εκτός αν αναγκαζόταν. Ο Ντεμάντρεντ κι ο Σαμαήλ, η Σέμιραγκ κι η Μεσάνα, ο Ασμόντιαν και... Ο Ραντ έδιωξε τον Λουζ Θέριν· δεν χρειαζόταν περισπασμούς.

Ο Μπασίρε έκανε άλλη μια παύση πριν μιλήσει, τελικά όμως ένευσε κι άφησε το σπαθί του. «Η αμνηστία φυσικά ισχύει. Αλλά άκου αυτό που θα σου πω, αλ’Θόρ. Αν ο Τάιμ ξαναπατήσει ποτέ το πόδι του στη Σαλδαία, δεν θα φύγει ζωντανός. Ο κόσμος θυμάται καλά. Καμία διαταγή που θα έδινα εγώ —ή η ίδια η Τενόμπια— δεν θα το απέτρεπε».

«Δεν θα τον αφήσω να έρθει στη Σαλδαία». Ή ο Τάιμ είχε έρθει εδώ για να του παραδοθεί, αλλιώς θα χρειαζόταν να τον σκοτώσει. Ο Ραντ άγγιξε ασυναίσθητα την τσέπη του, ψαύοντας τον χοντρό ανθρωπάκο πάνω από το ύφασμα. «Ας έρθει εδώ».

Ο Τούμαντ κοίταξε τον Μπασίρε, και το κοφτό νεύμα του δεύτερου τού απάντησε τόσο γοργά, ώστε θα ’λεγε κανείς ότι ο Τούμαντ αποκρινόταν σε μια προφορική διαταγή. Ο Ραντ εκνευρίστηκε για μια στιγμή, μα δεν μίλησε, κι ο Τούμαντ έφυγε βιαστικά με το παράξενο βήμα του. Ο Μπασίρε σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και στάθηκε με το γόνατο λυγισμένο, σαν πορτραίτο ανέμελου ανθρώπου. Τα μαύρα γερτά μάτια, κολλημένα στο σημείο που είχε πάει ο Τούμαντ, το μετέτρεπαν σε πορτραίτο ανθρώπου που περιμένει να σκοτώσει.

Οι Αντορίτες άρχισαν πάλι να σέρνουν τα πόδια τους· διστακτικά βηματάκια που απομακρύνονταν κι ύστερα ξανάρχονταν. Η ανάσα που τα συνόδευε έδειχνε κάποιον που είχε τρέξει πολλά μίλια.

«Μπορείτε να πηγαίνετε», τους είπε ο Ραντ.

«Εγώ, πάντως, σκοπεύω να σταθώ στο πλευρό σου», άρχισε να λέει ο Λιρ τη στιγμή που η Νάεαν έλεγε κοφτά, «Δεν θα το βάλω στα πόδια μπροστά σε έναν—»

Ο Ραντ διέκοψε και τους δύο. «Πηγαίνετε!»

Ήθελαν να του δείξουν ότι ήταν άφοβοι, έστω κι αν ήταν έτοιμοι να τα κάνουν πάνω τους· ήθελαν να το βάλουν στα πόδια, εγκαταλείποντας την ελάχιστη αξιοπρέπεια που δεν είχαν θυσιάσει ακόμη για τον Ραντ. Η επιλογή ήταν απλή. Ο Ραντ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας, για να έχουν την εύνοιά του έπρεπε να τον υπακούουν, και σ’ αυτή την περίπτωση υπακοή σήμαινε ότι θα έκαναν αυτό που πραγματικά ήθελαν να κάνουν. Ακολούθησε βροχή από επιτηδευμένες υποκλίσεις και βαθιές γονυκλισίες, βιαστικά μουρμουρητά, καθώς έλεγαν «Με την άδειά σου, Άρχοντα Δράκοντα» κι «Όπως διατάξεις, Άρχοντα Δράκοντα», και μετά έφυγαν... όχι τρέχοντας κακήν κακώς, αλλά όσο πιο γοργά μπορούσαν να βαδίσουν χωρίς να δείξουν ότι βιάζονταν. Στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που είχε ακολουθήσει ο Τούμαντ· σίγουρα δεν ήθελαν να ρισκάρουν κάποια τυχαία συνάντηση με τον Μάζριμ Τάιμ καθώς θα ερχόταν.

Η αναμονή τράβηξε αρκετά μέσα στο λιοπύρι —χρειαζόταν αρκετή ώρα για να φέρεις άνθρωπο από τις πύλες του παλατιού μέσα από εκείνους τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους— αλλά, όταν εξαφανίστηκαν οι Αντορίτες, επικράτησε ακινησία. Ο Μπασίρε είχε το βλέμμα στυλωμένο στο σημείο που θα εμφανιζόταν ο Τάιμ. Οι Κόρες παρακολουθούσαν τα πάντα, όμως πάντα έτσι έκαναν, κι αν έδειχναν έτοιμες να ξαναφορέσουν αυτοστιγμεί τα πέπλα, πάντα έτσι έδειχναν. Αν εξαιρούσες τα μάτια, έμοιαζαν με αγάλματα.

Τελικά ο ήχος από μπότες αντήχησε στην αυλή. Ο Ραντ παραλίγο να απλώσει στο σαϊντίν, αλλά μετά συγκρατήθηκε. Ο άλλος, μόλις έμπαινε στην αυλή, θα καταλάβαινε ότι ο Ραντ κρατούσε τη Δύναμη. Δεν μπορούσε να δείξει ότι φοβόταν τον Τάιμ.

Πρώτος βγήκε στον ήλιο ο Τούμαντ, ύστερα ένας μελαχρινός άνδρας, όχι ιδιαίτερα ψηλός, που το μελαψό πρόσωπο και τα γερτά μάτια, η γαμψή μύτη και τα ψηλά ζυγωματικά φώναζαν ότι ήταν Σαλδαίος, παρ’ όλο που ήταν καλοξυρισμένος και ντυμένος σαν Αντορίτης έμπορος που κάποτε ευημερούσε, μα τώρα τον είχαν βρει δύσκολοι καιροί. Το θαλασσί σακάκι του ήταν φτιαγμένο από καλό μαλλί με λεπτομέρειες από πιο σκούρο βελούδο, όμως τα μανίκια είχαν τριφτεί από τη χρήση, το παντελόνι σακούλιαζε στα γόνατα, και το σκασμένο δέρμα στις μπότες του ήταν γεμάτο σκόνη. Πάντως προχωρούσε καμαρωτός, κι αυτό δεν ήταν διόλου εύκολο, μιας κι είχε πίσω του τέσσερις άνδρες του Μπασίρε, με τις λεπίδες γυμνές και τις αιχμές τους σε απόσταση λίγων πόντων από τα πλευρά του. Δεν έδειχνε να επηρεάζεται από τη ζέστη. Οι Κόρες ακολουθούσαν με τα μάτια την διαδρομή του.