Δίχως παύση, ο Τάιμ έπεσε στο ένα γόνατο. «Υποτάσσομαι στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Θα υπηρετώ και θα υπακούω». Οι άκρες του στόματός του τρεμούλιασαν ξανά, σχηματίζοντας ένα χαμόγελο, καθώς σηκωνόταν. Ο Τούμαντ έμεινε να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα.
«Τόσο γρήγορα;» είπε μαλακά ο Ραντ. Η οργή δεν είχε χαθεί· ήταν ακόμα εκεί, πυρωμένη. Αν ο Ραντ άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο, δεν ήξερε τι θα έκανε. Ο Λουζ Θέριν παραληρούσε ακόμα στις σκιές του μυαλού του. Σκότωσέ τον! Πρέπει να τον σκοτώσεις! Ο Ραντ παραμέρισε τον Λουζ Θέριν, αφήνοντας ένα μουρμουρητό που μετά βίας ακουγόταν. Ίσως δεν έπρεπε να τον ξαφνιάζουν αυτά· συνέβαιναν παράξενα πράγματα κοντά στους τα’βίρεν, ειδικά σε έναν που ήταν ισχυρός όσο ο Ραντ. Το ότι κάποιος άλλαζε γνώμη μέσα σε μια στιγμή, παρ’ όλο που η πορεία της ζωής του ήταν χαραγμένη στην πέτρα, δεν θα έπρεπε να τον εκπλήσσει. Μα τον είχαν καταλάβει ο θυμός και μια δυνατή υποψία. «Αυτοονομάστηκες Αναγεννημένος Δράκοντας, έδωσες μάχες σ’ ολόκληρη τη Σαλδαία, σε αιχμαλώτισαν μόνο και μόνο επειδή σε είχαν ρίξει αναίσθητο, και τα παρατάς τόσο γρήγορα; Γιατί;»
Ο Τάιμ σήκωσε τους ώμους. «Τι επιλογές έχω; Να περιπλανιέμαι στον κόσμο μονάχος, άφιλος, κυνηγημένος, ενώ εσύ θα γνωρίζεις τη δόξα; Κι όλα αυτά αν δεν καταφέρουν να με σκοτώσουν ο Μπασίρε ή οι Αελίτισσές σου πριν φύγω από την πόλη. Αλλά και να μη με σκοτώσουν, θα έρθει κάποια στιγμή που θα με στριμώξουν οι Άες Σεντάι· αμφιβάλλω αν ο Πύργος θέλει να ξεχάσει τον Μάζριμ Τάιμ. Διαφορετικά, θα μπορούσα να σε ακολουθήσω και να έχω κι εγώ μοιράδι σ’ αυτή τη δόξα». Για πρώτη φορά κοίταξε τριγύρω, τους φυλακές του, τις Κόρες, και κούνησε το κεφάλι σαν να του φαινόταν απίστευτο. «Θα μπορούσα να είμαι εγώ ο εκλεκτός. Πώς να είμαι σίγουρος ότι δεν είναι έτσι; Μπορώ να διαβιβάσω· είμαι δυνατός. Πώς θα φαινόταν ότι δεν είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας; Αρκούσε να εκπληρώσω έστω και μία από τις Προφητείες».
«Να γεννηθείς, ας πούμε, στις πλαγιές του Όρους του Δράκοντα;» είπε ψυχρά ο Ραντ. «Ήταν η πρώτη Προφητεία που έπρεπε να εκπληρωθεί».
Το στόμα του Τάιμ στράβωσε ξανά. Δεν ήταν χαμόγελο· δεν έφτανε στα μάτια του. «Οι νικητές γράφουν την ιστορία. Αν είχα αλώσει την Πέτρα του Δακρύου, η ιστορία θα έλεγε ότι γεννήθηκα στο Όρος του Δράκοντα, από μια γυναίκα που δεν την είχε αγγίξει ποτέ άνδρας, κι ότι τα ουράνια είχαν λάμψει για να κηρύξουν τον ερχομό μου. Αυτά που λένε και για σένα τώρα. Αλλά εσύ κατέλαβες την Πέτρα με τους Αελίτες σου, κι ο κόσμος σε χαιρετίζει ως Αναγεννημένο Δράκοντα. Ξέρω ότι δεν ωφελεί να αντιταχθώ σ’ αυτό· εσύ είσαι ο εκλεκτός. Ε λοιπόν, αφού δεν πήρα ολόκληρο το καρβέλι, θα βολευτώ με ό,τι ξεροκόμματο μού τύχει».
«Μπορεί να βρεις τιμές, Τάιμ, μπορεί και όχι. Αν αρχίσει να σε τρώει αυτό, σκέψου τι έπαθαν οι άλλοι που έκαναν ό,τι έκανες. Τον Λογκαίν τον αιχμαλώτισαν και τον ειρήνεψαν· οι φήμες λένε ότι πέθανε στον Πύργο. Ένας ανώνυμος αποκεφαλίστηκε στο Χάντον Μιρκ από τους Δακρυνούς. Ένας άλλος κάηκε από τους Μουραντιανούς. Τον έκαψαν ζωντανό, Τάιμ! Το ίδιο, επίσης, έκαναν οι Ιλιανοί στον Γκόριν Ρόγκαντ πριν από τέσσερα χρόνια».
«Δεν θα ήθελα να έχω τέτοια μοίρα», είπε ήρεμα ο Τάιμ.
«Τότε ξέχνα τις τιμές και θυμήσου την Τελευταία Μάχη. Ό,τι κάνω, έχει ως σκοπό την Τάρμον Γκάι’ντον. Ό,τι σου λέω να κάνεις, αυτήν έχει σκοπό. Θα είναι και δικός σου σκοπός!»
«Φυσικά». Ο Τάιμ άπλωσε τα χέρια. «Εσύ είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Δεν αμφιβάλλω· το αναγνωρίζω δημοσίως. Προχωρούμε προς την Τάρμον Γκάι’ντον. Που οι Προφητείες λένε ότι θα την κερδίσεις. Κι οι ιστορίες θα καταγράψουν ότι ο Μάζριμ Τάιμ στεκόταν εκ δεξιών σου».
«Ίσως», του είπε κοφτά ο Ραντ. Είχε ζήσει πολλές προφητείες και δεν πίστευε ότι σήμαιναν ακριβώς αυτό που έλεγαν. Ούτε ότι εξασφάλιζαν κάτι. Κατά τη γνώμη του, η προφητεία έθετε τους όρους που έπρεπε να υπάρξουν για να συμβεί κάτι· όταν εμφανίζονταν όμως οι όροι, αυτό δεν σήμαινε ότι το κάτι θα συνέβαινε οπωσδήποτε, αλλά απλώς ότι θα μπορούσε να συμβεί. Κάποιοι από τους όρους που ανέφεραν οι Προφητείες του Δράκοντα, ουσιαστικά υπονοούσαν ότι ο Ραντ έπρεπε να πεθάνει για να υπάρξει η πιθανότητα της νίκης. Αυτές οι σκέψεις δεν έκαναν καθόλου καλό στα νεύρα του. «Το Φως να δώσει να μην έρθει νωρίς αυτή η ευκαιρία. Λοιπόν, τι γνώσεις έχεις που χρειάζομαι; Μπορείς να διδάξεις άνδρες να διαβιβάζουν; Υπάρχει δοκιμή που μπορείς να κάνεις σε έναν άνδρα για να καταλάβεις αν μπορεί να διδαχθεί;» Σε αντίθεση με τις γυναίκες, ο άνδρας που μπορούσε να διαβιβάζει δεν ένιωθε την ίδια ικανότητα σε έναν άλλο που τη διέθετε. Υπήρχαν πολλές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στη Μία Δύναμη, όπως και σε κάθε τι άλλο· μερικές φορές, η διαφορά ήταν απειροελάχιστη, κάποιες φορές ήταν η διαφορά μεταξύ πέτρας και μεταξιού.