«Η αμνηστία που κήρυξες; Στ’ αλήθεια εμφανίστηκαν κάποιοι για να μάθουν πώς να είναι σαν εμένα κι εσένα;»
Ο Μπασίρε κοίταξε τον Τάιμ περιφρονητικά, με τα χέρια σταυρωμένα και πατώντας με τα πόδια ανοιχτά, όμως ο Τούμαντ κι οι φρουροί σάλεψαν ανήσυχα. Οι Κόρες όχι. Ο Ραντ δεν ήξερε τι γνώμη είχαν οι Κόρες για τους δεκάδες άνδρες που είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμά του· δεν έδειχναν το παραμικρό. Οι Σαλδαίοι ακόμα είχαν έντονη την ανάμνηση του Τάιμ ως ψεύτικου Δράκοντα, κι ελάχιστοι μπορούσαν να κρύψουν την ανησυχία τους.
«Απάντησέ μου ευθέως, Τάιμ. Αν μπορείς να κάνεις αυτό που θέλω, πες το. Αν όχι...» Ήταν λόγια που πήγαζαν από τον θυμό του. Δεν μπορούσε να διώξει αυτόν τον άνθρωπο, ακόμα κι αν αναγκαζόταν να συγκρούεται μαζί του κάθε μέρα. Ο Τάιμ, όμως, φαινόταν να πιστεύει ότι ο Ραντ μπορούσε.
«Μπορώ να κάνω και τα δύο», είπε γοργά. «Βρήκα πέντε άνδρες μέσα σε τόσα χρόνια —όχι ότι έψαχνα κιόλας— αλλά μόνο ένας είχε το κουράγιο να προχωρήσει πέρα από τη δοκιμή». Δίστασε και μετά πρόσθεσε, «Τρελάθηκε δύο χρόνια αργότερα. Αναγκάστηκα να τον σκοτώσω πριν με σκοτώσει».
Δύο χρόνια. «Εσύ το άντεξες πολύ περισσότερο. Πώς;»
«Ανησυχείς;» ρώτησε μαλακά ο Τάιμ και μετά σήκωσε τους ώμους. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Δεν ξέρω πώς· απλώς άντεξα. Είμαι λογικός όσο...» Το βλέμμα του πετάχτηκε στον Μπασίρε, αγνοώντας την παγωμένη ματιά του. «...όσο ο Άρχοντας Μπασίρε».
Του Ραντ, όμως, ξαφνικά του γεννήθηκε μια απορία. Οι μισές Κόρες είχαν ξαναρχίσει να κοιτάζουν την υπόλοιπη αυλή· δεν προσηλώνονταν τόσο πολύ σε μια πιθανή απειλή ώστε να αγνοήσουν τυχόν άλλες. Η πιθανή απειλή ήταν ο Τάιμ, κι οι άλλες μισές Κόρες είχαν ακόμα τα βλέμματα στυλωμένα σ’ αυτόν και στον Ραντ για κάποιο σημάδι ότι η απειλή ήταν πραγματική. Όποιος άνδρας και αν ήταν εκεί, δεν θα μπορούσε να μη τις αντιληφθεί, τον ξαφνικό θάνατο στα μάτια τους, στα χέρια τους. Ακόμα κι ο Ραντ τις αντιλαμβανόταν, κι ήθελαν το καλό του. Όσο για τον Τούμαντ και τους άλλους φρουρούς, εκείνοι ακόμα έσφιγγαν τα σπαθιά τους κι ήταν έτοιμοι να ξιφουλκήσουν ξανά. Αν οι άνδρες του Μπασίρε κι οι Αελίτισσες αποφάσιζαν να σκοτώσουν τον Τάιμ, τότε αυτός θα δυσκολευόταν να ξεφύγει από την αυλή, όσο κι αν διαβίβαζε, εκτός αν τον βοηθούσε ο Ραντ. Όμως ο Ραντ έδειχνε να αδιαφορεί για τους στρατιώτες και τις Κόρες, όπως ακριβώς αδιαφορούσε για τις κιονοστοιχίες ή το πλακόστρωτο κάτω από τις μπότες του. Άραγε ήταν γενναιότητα, πραγματική ή προσποιητή, ή μήπως ήταν κάτι αλλιώτικο; Κάποιο είδος τρέλας;
Ύστερα από μια στιγμή σιωπής, ο Τάιμ ξαναμίλησε. «Ακόμη δεν με εμπιστεύεσαι. Δεν υπάρχει λόγος γι’ αυτό... ακόμη. Θα με εμπιστευτείς με τον καιρό. Ως αναγνώριση αυτής της μελλοντικής εμπιστοσύνης, σου έφερα ένα δώρο». Από το τριμμένο σακάκι του έβγαλε ένα δεματάκι κουκουλωμένο με κουρέλια, λίγο μεγαλύτερο από δύο ενωμένες ανδρικές γροθιές.
Ο Ραντ το πήρε, σμίγοντας τα φρύδια, κι η ανάσα του κόπηκε όταν ψηλάφησε το σκληρό αντικείμενο που είχε μέσα. Ξετύλιξε τα πολύχρωμα παλιόπανα, αποκαλύπτοντας έναν δίσκο μεγάλο όσο η παλάμη του, έναν δίσκο που ήταν όμοιος μ’ εκείνον που υπήρχε στο πορφυρό λάβαρο πάνω από το παλάτι, μισός λευκός, μισός μαύρος, το πανάρχαιο σύμβολο των Άες Σεντάι, πριν από το Τσάκισμα του Κόσμου. Διέτρεξε με τα δάχτυλά του τα ζευγαρωμένα δάκρυα.
Μόνο επτά τέτοια είχαν κατασκευαστεί, από κουεντιγιάρ. Ήταν οι σφραγίδες της φυλακής του Σκοτεινού, οι σφραγίδες που κρατούσαν τον Σκοτεινό μακριά από τον κόσμο. Ο Ραντ είχε άλλες δύο, καλά κρυμμένες. Καλά φυλαγμένες. Τίποτα δεν μπορούσε να σπάσει το κουεντιγιάρ, ακόμα κι η Μία Δύναμη —το χείλος μιας λεπτεπίλεπτης κούπας, που ήταν φτιαγμένη από καρδιόπετρα, μπορούσε να χαράξει ατσάλι ή διαμάντι— όμως οι τρεις από τις επτά είχαν σπάσει. Τις είχε δει, θρύψαλα. Κι είχε δει τη Μουαραίν να κόβει μια λεπτή φλούδα από την άκρη μιας σφραγίδας. Οι σφραγίδες εξασθενούσαν, και μόνο το Φως ήξερε το γιατί και το πώς. Ο δίσκος στα χέρια του είχε τη σκληρή, λεία αίσθηση του κουεντιγιάρ, σαν ένα μίγμα από άριστη πορσελάνη και στιλβωμένο ατσάλι — αλλά ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι θα έσπαζε αν την άφηνε να πέσει στις πλάκες κάτω από τα πόδια του.