Выбрать главу

Τρεις είχαν σπάσει. Τρεις ήταν στην κατοχή του. Πού ήταν η έβδομη; Μόνο τέσσερις σφραγίδες έστεκαν ανάμεσα στην ανθρωπότητα και στον Σκοτεινό. Τέσσερις, αν η τελευταία ήταν ακόμα άθικτη. Μόνο τέσσερις, που στέκονταν ανάμεσα στην ανθρωπότητα και την Τελευταία Μάχη. Πόσο καλά έκαναν τη δουλειά τους, έξι εξασθενημένες που ήταν;

Η φωνή του Λουζ Θέριν ήρθε σαν κεραυνός. Σπάσε την σπάσε τις όλες πρέπει να τις σπάσει πρέπει πρέπει πρέπει να τις σπάσει όλες σπάσε τις και χτύπα πρέπει να χτυπήσεις γοργά πρέπει να χτυπήσεις τώρα σπάτε την σπάσε την...

Ο Ραντ τρεμούλιασε από την ένταση καθώς καταπολεμούσε εκείνη τη φωνή, διώχνοντας μια ομίχλη που κολλούσε πάνω του σαν ιστός αράχνης. Οι μύες του πονούσαν σαν να πάλευε με άνθρωπο που είχε σάρκα και οστά, με κάποιον γίγαντα. Χούφτα τη χούφτα, ξανάχωσε την ομίχλη, που ήταν ο Λουζ Θέριν, στις πιο βαθιές σχισμάδες, στις πιο βαθιές σκιές, που μπορούσε να βρει στο μυαλό του.

Ξαφνικά, άκουσε τα λόγια που μουρμούριζε ο ίδιος βραχνά. «Πρέπει να τη σπάσεις τώρα σπάσε τις όλες σπάσε την σπάσε την σπάσε την». Ξαφνικά, κατάλαβε ότι είχε υψώσει τα χέρια πάνω από το κεφάλι, κρατώντας τη σφραγίδα, έτοιμος να τη σπάσει στο λευκό πλακόστρωτο. Το μόνο που τον εμπόδιζε ήταν ο Μπασίρε, που στεκόταν στις μύτες των ποδιών του, με τα χέρια υψωμένα να σφίγγουν τα μπράτσα του Ραντ.

«Δεν ξέρω τι συμβαίνει», είπε ψύχραιμα ο Μπασίρε, «αλλά νομίζω ότι θα ’πρεπε να περιμένεις λίγο πριν αποφασίσεις να το σπάσεις. Ε;» Ο Τούμαντ κι οι άλλοι δεν παρακολουθούσαν πια τον Τάιμ· κοίταζαν χάσκοντας με γουρλωμένα μάτια τον Ραντ. Ακόμα κι οι Κόρες είχαν στρέψει πάνω του τα μάτια τους, με βλέμμα όλο έγνοια. Η Σούλιν έκανε ένα βήμα προς τους άνδρες και το χέρι της Τζαλάνι ήταν απλωμένο προς τον Ραντ σαν να μην αντιλαμβανόταν η ίδια την κίνησή της.

«Όχι». Ο Ραντ ξεροκατάπιε· ο λαιμός του πονούσε. «Μάλλον δεν θα έπρεπε». Ο Μπασίρε οπισθοχώρησε αργά κι ο Ραντ χαμήλωσε τη σφραγίδα εξίσου αργά. Μπορεί ο Ραντ να θεωρούσε τον Μπασίρε ατρόμητο, όμως τώρα είχε αποδείξεις για το αντίθετο. Το σοκ ήταν ανάγλυφο στο πρόσωπο του Σαλδαίου. «Ξέρεις τι είναι αυτό, Τάιμ;» ζήτησε να μάθει ο Ραντ. «Σίγουρα ξέρεις, αλλιώς δεν θα μου το έφερνες. Πού τη βρήκες; Έχεις κι άλλη; Ξέρεις πού υπάρχει άλλη;»

«Όχι», είπε ο Τάιμ, με τρεμάμενη φωνή. Όχι ακριβώς από φόβο· μάλλον σαν άνθρωπος που είχε νιώσει ένα χάσμα να ανοίγει αναπάντεχα κάτω από τα πόδια του και με κάποιον τρόπο είχε ξαναβρεθεί σε στέρεο έδαφος. «Αυτή είναι μόνη που... Άκουσα κάθε λογής φήμες από τότε που δραπέτευσα από τις Άες Σεντάι. Τέρατα ξεπροβάλλουν από το πουθενά. Παράξενα θηρία. Άνδρες που μιλούν σε ζώα και τα ζώα τους απαντούν. Άες Σεντάι που τρελαίνονται, όπως υποτίθεται ότι γίνεται μ’ εμάς. Ολόκληρα χωριά που τα ζώνει η παράκρουση και χωρικοί που αλληλοσκοτώνονται. Ίσως κάποιες να είναι αληθινές. Τα μισά απ’ όσα ξέρω ότι συμβαίνουν στ’ αλήθεια, είναι εξίσου τρελά. Άκουσα ότι μερικές σφραγίδες έχουν σπάσει. Αυτήν εδώ μπορείς να τη σπάσεις μ’ ένα σφυρί».

Ο Μπασίρε συνοφρυώθηκε, κοίταξε τη σφραγίδα στα χέρια του Ραντ, και μετά άφησε μια κοφτή κραυγή. Είχε καταλάβει.

«Πού τη βρήκες;» επανέλαβε ο Ραντ. Αν έβρισκε την τελευταία... Τι θα έκανε τότε; Ο Λουζ Θέριν ανασάλεψε, όμως ο Ραντ έκλεισε τ’ αυτιά του.

«Στο τελευταίο μέρος που θα περίμενε κανείς», αποκρίθηκε ο Τάιμ, «το οποίο υποθέτω ότι είναι το πρώτο όπου θα έπρεπε να ψάξεις για τις υπόλοιπες. Ένα μισογκρεμισμένο αγρόκτημα στη Σαλδαία. Σταμάτησα για νερό, και μου την έδωσε ο αγρότης. Ήταν γέρος, δεν είχε ούτε παιδιά ούτε εγγόνια για να τους την αφήσει, και νόμιζε πως ήμουν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Ισχυριζόταν ότι η οικογένειά του τη φυλούσε για περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια. Ισχυριζόταν ότι ήταν βασιλιάδες και βασίλισσες στους Πολέμους των Τρόλοκ, ευγενείς υπό τον Αρτουρ τον Γερακόφτερο. Μπορεί η ιστορία του να ήταν αληθινή. Δεν ήταν πιο απίστευτη από το γεγονός ότι βρήκα αυτή τη σφραγίδα σε μια παράγκα λίγες μέρες με τ’ άλογο πέρα από τη Μεθόριο της Μάστιγας».

Ο Ραντ ένευσε κι έπειτα έσκυψε και μάζεψε τα κουρελόπανα. Είχε συνηθίσει να συμβαίνουν γύρω του απίθανα πράγματα· κάποιες φορές, θα συνέβαιναν κι αλλού. Ξανατύλιξε βιαστικά τη σφραγίδα και την έδωσε στον Μπασίρε. «Φύλαξε την προσεκτικά». Σπάσε την! Έπνιξε με δύναμη τη φωνή. «Δεν πρέπει να πάθει τίποτα».

Ο Μπασίρε πήρε ευλαβικά το δεματάκι και με τα δύο χέρια. Ο Ραντ δεν ήξερε αν ο άνθρωπος υποκλινόταν στον ίδιο ή στη σφραγίδα. «Για δέκα ώρες ή για δέκα χρόνια, θα είναι ασφαλής μέχρι να τη ζητήσεις».

Για μια στιγμή, ο Ραντ τον κοίταξε εξεταστικά. «Όλοι περίμένουν να τρελαθώ, το φοβούνται, εσύ όμως όχι. Σίγουρα θα σκέφτηκες πριν από λίγο πως μου είχε στρίψει, αλλά δεν με φοβήθηκες ούτε τότε».