Выбрать главу

Ο Μπασίρε σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε μέσα από τη μουστάκα του, που είχε αρχίσει να γκριζάρει. «Όταν πρωτοκοιμήθηκα στη σέλα, Στρατάρχης ήταν ο Μουάντ Τσιάντε. Ο άνθρωπος ήταν τρελός για δέσιμο. Δυο φορές τη μέρα έψαχνε τον υπηρέτη του μήπως είχε δηλητήριο, κι έπινε μόνο ξίδι και νερό, που ισχυριζόταν ότι ήταν προστασία από το φαρμάκι που του έδινε ο υπηρέτης του, όμως όσο καιρό τον ήξερα, έτρωγε ό,τι του μαγείρευε εκείνος. Μια φορά είχε βάλει να κόψουν ένα δασάκι βελανιδιές επειδή τον κοίταζαν. Και μετά επέμενε να τους κάνουμε μια σωστή κηδεία· έκανε ο ίδιος τον επικήδειο. Έχεις ιδέα πόσος χρόνος χρειάζεται μέχρι να σκάψεις τάφους για είκοσι τρεις βελανιδιές;»

«Γιατί δεν έκανε κάποιος κάτι; Η οικογένειά του;»

«Όσοι δεν ήταν στην ίδια και χειρότερη κατάσταση μ’ αυτόν, φοβούνταν να τον λοξοκοιτάξουν. Ούτως ή άλλως, ο πατέρας της Τενόμπια δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να πειράξει τον Τσιάντε. Μπορεί να ήταν παλαβός, αλλά ήταν ο καλύτερος στρατηγός που είδα ποτέ μου. Δεν έχασε ποτέ του μάχη. Ούτε καν κόντεψε ποτέ να χάσει μάχη».

Ο Ραντ γέλασε. «Άρα με ακολουθείς, επειδή νομίζεις ότι θα είμαι καλύτερος στρατηγός από τον Σκοτεινό;»

«Σε ακολουθώ, επειδή είσαι αυτός που είσαι», είπε ήρεμα ο Μπασίρε. «Ο κόσμος πρέπει να σε ακολουθήσει, αλλιώς όσοι επιζήσουν θα παρακαλούν να είχαν σκοτωθεί».

Ο Ραντ ένευσε αργά. Οι Προφητείες έλεγαν ότι θα κατέλυε έθνη και θα τα ένωνε. Όχι ότι ήθελε να το κάνει, όμως οι Προφητείες ήταν ο μόνος οδηγός που είχε για να μάθει πώς να δώσει την Τελευταία Μάχη, πώς να την κερδίσει. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν, του φαινόταν ότι τα έθνη ήταν αναγκαίο να ενωθούν. Η Τελευταία Μάχη δεν θα ήταν απλώς ο Ραντ εναντίον του Σκοτεινού. Δεν μπορούσε να πιστέψει κάτι τέτοιο· μπορεί να τρελαινόταν, όμως ακόμα δεν είχε χάσει εντελώς τα λογικά του, ώστε να πιστεύει ότι ήταν κάτι παραπάνω από άνθρωπος. Η ανθρωπότητα θα τα έβαζε με τους Τρόλοκ και τους Μυρντράαλ, και τους κάθε λογής Σκιογέννητους που θα ξερνούσε η Μάστιγα, και τους Σκοτεινόφιλους που θα έβγαιναν από τις τρύπες τους. Θα υπήρχαν κι άλλοι κίνδυνοι στον δρόμο για την Τάρμον Γκάι’ντον, κι αν ο κόσμος δεν ήταν ενωμένος... Θα κάνεις αυτό που πρέπει να γίνει. Δεν ήξερε αν το είχε πει ο ίδιος ή ο Λουζ Θέριν, όμως, εξ όσων αντιλαμβανόταν, αυτή ήταν η αλήθεια.

Προχωρώντας γοργά προς την πλησιέστερη κιονοστοιχία, μίλησε πάνω από τον ώμο του στον Μπασίρε. «Θα πάρω τον Τάιμ στο αγρόκτημα. Θέλεις να έρθεις;»

«Στο αγρόκτημα;» είπε ο Τάιμ.

Ο Μπασίρε κούνησε το κεφάλι. «Όχι, ευχαριστώ», είπε ξερά. Μπορεί να μην έδειχνε νευρικότητα, όμως το θέαμα του Ραντ και του Τάιμ μαζί άγγιζε τα όρια της αντοχής του· απέφευγε το αγρόκτημα. «Οι άνδρες μου γίνονται μαλθακοί αστυνομεύοντας τους δρόμους. Λέω να τους βάλω να καβαλήσουν τα άλογα και να κάνουμε σωστή δουλειά για λίγες ώρες. Ήταν να τους επιθεωρήσεις το απόγευμα. Έχει αλλάξει αυτό;»

«Ποιο αγρόκτημα;» είπε ο Τάιμ.

Ο Ραντ αναστέναξε, νιώθοντας μια ξαφνική κούραση. «Όχι, δεν έχει αλλάξει. Θα έρθω, αν μπορέσω». Έπρεπε να γίνει, γιατί ήταν σημαντικό, μολονότι οι μόνοι που το ήξεραν ήταν ο Μπασίρε κι ο Ματ· όλοι οι άλλοι ας νόμιζαν ότι ήταν κάτι ασήμαντο, μια άχρηστη τυπικότητα για κάποιον που μάθαινε να απολαμβάνει τις επισημότητες της θέσης του, ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας πήγαινε για να τον ζητωκραυγάσουν οι στρατιώτες του. Είχε να κάνει άλλη μια επίσκεψη σήμερα, για την οποία όλοι θα πίστευαν πως προσπαθούσε να κρατήσει μυστική. Μπορεί να έμενε μυστική από τους περισσότερους, όμως ο Ραντ ήταν σίγουρος πως το νέο θα έφτανε στα αυτιά που ο ίδιος ήθελε να φτάσει.

Πήρε το σπαθί του, το οποίο είχε στηρίξει σε μια στενή κολόνα, και το ζώστηκε πάνω από το ανοιχτό σακάκι του. Η ζώνη ήταν από σκούρο πετσί κάπρου χωρίς στολίδια, σαν το θηκάρι και τη μακριά λαβή· η πόρπη ήταν περίτεχνη κι έδειχνε έναν καλοδουλεμένο δράκοντα σε σκαλισμένο ατσάλι με καρφωμένο χρυσό. Έπρεπε να ξεφορτωθεί εκείνη την πόρπη, να βρει κάτι απέριττο. Όμως δεν μπορούσε να το κάνει ο ίδιος. Ήταν δώρο της Αβιέντα. Κι αυτός ήταν ο λόγος που έπρεπε να την ξεφορτωθεί. Αυτός ο κύκλος πάντα τον παγίδευε.

Τον περίμενε και κάτι άλλο εκεί, μια λόγχη με πρασινόλευκη φούντα κάτω από την κοφτερή αιχμή. Τη ζύγιασε, καθώς στρεφόταν προς την αυλή. Μια Κόρη είχε σμιλέψει Δράκοντες στο κοντό σώμα της λόγχης. Κάποιοι ήδη την αποκαλούσαν Σκήπτρο του Δράκοντα, ειδικά η Ελένια και το συνάφι της. Ο Ραντ δεν την αποχωριζόταν, για να υπενθυμίζει στον εαυτό του ότι ίσως είχε περισσότερους εχθρούς απ’ όσους μπορούσε να δει.

«Σε ποιο αγρόκτημα αναφέρεσαι;» Η φωνή του Τάιμ έγινε τραχιά. «Πού με πας;»