Выбрать главу

Ο Ραντ έμεινε να μελετά τον άλλο γι’ αρκετή ώρα. Δεν του άρεσε ο Τάιμ. Η συμπεριφορά του είχε κάτι που δεν σε άφηνε να τον συμπαθήσεις. Ή ίσως να ήταν κάτι μέσα στον Ραντ. Εδώ και πολύ καιρό, ο Ραντ ήταν ο μόνος άνδρας που μπορούσε να διαβιβάσει χωρίς να αγωνιά για τις Άες Σεντάι. Ή, τουλάχιστον, του φαινόταν ότι ήταν πολύς ο καιρός, και, τουλάχιστον, οι Άες Σεντάι δεν θα επιχειρούσαν να τον ειρηνέψουν τώρα που ήξεραν ποιος ήταν. Μήπως ήταν τόσο απλό; Μήπως ένιωθε ζήλια, επειδή δεν ήταν πια μοναδικός; Δεν το πίστευε. Θα καλοδεχόταν και θα ήθελε κι άλλους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάσουν και τριγυρνούσαν ανενόχλητοι στον κόσμο. Θα έπαυε επιτέλους να είναι κάτι το αξιοπερίεργο. Αλλά όχι, δεν θα έφτανε σ’ αυτό το σημείο, πριν από την Τάρμον Γκάι’ντον. Ήταν μοναδικός· ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, δεν συμπαθούσε τον Τάιμ.

Σκότωσέ τον! ούρλιαξε ο Λουζ Θέριν. Ο Ραντ έδιωξε τη φωνή. Δεν χρειαζόταν να συμπαθήσει τον Τάιμ, απλώς να τον χρησιμοποιήσει.

«Σε πηγαίνω εκεί όπου μπορείς να με υπηρετήσεις», είπε παγωμένα. Ο Τάιμ δεν άλλαξε έκφραση, ούτε συνοφρυώθηκε· απλώς παρακολουθούσε και περίμενε, ενώ οι γωνίες των χειλιών του ξανασχημάτισαν, για μία και μόνο στιγμή, εκείνο το μισοχαμόγελο.

3

Τα Μάτια Μιας Γυναίκας

Καταπνίγοντας την ενόχλησή του —και τα μουρμουρητά του Λουζ Θέριν— ο Ραντ άπλωσε στο σαϊντίν και βρέθηκε στη γνώριμη πια μάχη για τον έλεγχο και την επιβίωση στο μέσον της αδειανοσύνης. Καθώς διαβίβαζε, το μίασμα αργοκυλούσε μέσα του· ακόμα κι όπως βρισκόταν στο κενό, ο Ραντ το ένιωθε να ποτίζει τα κόκαλά του, ίσως και την ψυχή του. Δεν είχε άλλο τρόπο να περιγράψει τι έκανε παρά λέγοντας ότι δημιουργούσε μια πτυχή στο Σχήμα, του άνοιγε μια τρύπα. Το είχε μάθει μόνος του, κι ο δάσκαλός του δεν ήξερε καλά να εξηγεί τι κρυβόταν ακόμα και πίσω από τα πράγματα που του δίδασκε. Μια λαμπρή κάθετη γραμμή φάνηκε στον αέρα, πλάτυνε γοργά σχηματίζοντας ένα άνοιγμα σαν μεγάλη πόρτα. Για την ακρίβεια φάνηκε να στρίβει, κι η θέα που αποκάλυπτε, ένα ηλιόλουστο ξέφωτο ανάμεσα σε διψασμένα δένδρα, περιστράφηκε κι ακινητοποιήθηκε.

Η Ενάιλα κι δύο άλλες Κόρες ύψωσαν τα πέπλα και χίμηξαν να περάσουν σχεδόν πριν αυτό σταματήσει· πεντ’ έξι άλλες τις ακολούθησαν, μερικές με τα τόξα από κέρας έτοιμα. Ο Ραντ δεν περίμενε ότι θα υπήρχε κάτι από το οποίο έπρεπε να τον προφυλάξουν. Είχε βάλει την άλλη άκρη —αν υπήρχε άλλη άκρη· δεν το καταλάβαινε, αλλά του φαινόταν ότι υπήρχε μόνο ένα άκρο— στο ξέφωτο, επειδή μια πύλη που άνοιγε ήταν κίνδυνος για τους ανθρώπους. Αλλά αν έλεγες στις Κόρες ή στον όποιο Αελίτη, ότι δεν χρειαζόταν να είναι σε επιφυλακή, θα ήταν σαν να έλεγες σε ένα ψάρι ότι δεν χρειαζόταν να κολυμπά.

«Αυτό είναι μια πύλη», είπε στον Τάιμ. «Θα σου δείξω πώς να τις φτιάχνεις, αν δεν το κατάλαβες». Ο άλλος τον κοίταζε. Αν τον παρακολουθούσε με προσοχή, έπρεπε να έχει δει πώς ο Ραντ είχε υφάνει το σαϊντίν· ήταν κάτι που μπορούσε να κάνει όποιος είχε την ικανότητα να διαβιβάζει.

Ο Τάιμ τον πλησίασε όταν βγήκε στο ξέφωτο, ενώ η Σούλιν κι οι υπόλοιπες Κόρες τον ακολούθησαν. Μερικές έριξαν αποδοκιμαστικές ματιές στο σπαθί που είχε στο πλάι του καθώς τον προσπερνούσαν, και μεταξύ τους άναψε μια ζωηρή συζήτηση με τη χειρομιλία που ήξεραν οι Κόρες. Σίγουρα ένιωθαν απέχθεια. Η Ενάιλα κι η εμπροσθοφυλακή είχαν ήδη εξαπλωθεί επιφυλακτικά ανάμεσα στα μισοξεραμένα δένδρα· τα σακάκια και τα παντελόνια τους, το καντιν’σόρ, τις βοηθούσαν να γίνουν ένα με τις σκιές, ακόμα κι εκείνες που δεν είχαν προσθέσει πράσινο στα γκρίζα και τα καφέ χρώματά του. Με τη Δύναμη μέσα του, ο Ραντ μπορούσε να ξεχωρίσει την κάθε ξερή βελόνα των πεύκων· περισσότερες ήταν οι ξερές από τις χλωρές. Μπορούσε να μυρίσει τον ξινό χυμό των λέδερλιφ. Ο αέρας είχε μια καυτή, ξερή, σκονισμένη οσμή. Εδώ πέρα δεν υπήρχε κίνδυνος.

«Περίμενε, Ραντ αλ’Θόρ», ακούστηκε μια βιαστική γυναικεία φωνή από την άλλη μεριά της πύλης. Η φωνή της Αβιέντα.

Ο Ραντ άφησε αμέσως την ύφανση και το σαϊντίν, κι η πύλη έσβησε όπως είχε εμφανιστεί. Υπήρχαν κίνδυνοι και κίνδυνοι. Ο Τάιμ τον κοίταξε με περιέργεια. Κάποιες Κόρες, άλλες με πέπλο κι άλλες χωρίς, τον κοίταξαν κι αυτές. Αποδοκιμαστικά. Τα δάχτυλα ζωήρεψαν με τη χειρομιλία τους. Είχαν όμως τη σύνεση να μην ανοίξουν το στόμα τους· τους το είχε ξεκαθαρίσει αυτό.

Αγνοώντας τόσο την περιέργεια όσο και την αποδοκιμασία, ο Ραντ προχώρησε ανάμεσα στα δένδρα με τον Τάιμ στο πλευρό του, ενώ τα ξερά φύλλα και τα κλαράκια έτριζαν στον διάβα τους. Οι Κόρες είχαν σχηματίσει έναν μεγάλο κύκλο γύρω τους κι ήταν εντελώς αθόρυβες με τις μαλακές μπότες τους, που είχαν κορδόνια ως το γόνατο. Η στιγμή της αποδοκιμασίας έσβησε μέσα στην άγρυπνη προσοχή τους. Μερικές είχαν ξανακάνει αυτό το ταξίδι με τον Ραντ, πάντα δίχως απρόοπτα, όμως τίποτα δεν θα τις έπειθε ότι τούτα τα δάση δεν ήταν πρόσφορο μέρος για ενέδρα. Πριν από τον Ραντ, η ζωή στην Ερημιά ήταν σχεδόν τρεις χιλιάδες χρόνια επιδρομών, αψιμαχιών, ερίδων και πολέμων, που συνεχίζονταν ακατάπαυστα.