Σίγουρα θα υπήρχαν πράγματα που μπορούσε να μάθει από τον Τάιμ —αν κι όχι όσα νόμιζε ο δεύτερος— αλλά η διδασκαλία θα ήταν αμοιβαία, κι ήταν ώρα να αρχίσει την εκπαίδευση του άλλου. «Ακολουθώντας με, κάποια στιγμή θα βρεθείς αντιμέτωπος με τους Αποδιωγμένους. Ίσως και πριν από την Τελευταία Μάχη. Μάλλον πριν. Δεν σε βλέπω να ξαφνιάζεσαι».
«Έχω ακούσει φήμες. Τελικά δραπέτευσαν».
Άρα το νέο εξαπλωνόταν. Άθελά του χαμογέλασε. Οι Άες Σεντάι δεν θα χαίρονταν καθόλου μ’ αυτό. Ο Ραντ ως ένα σημείο χαιρόταν όταν κάτι τις έκανε να ξινίσουν τα μούτρα τους. «Πρέπει να περιμένεις ότι μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να εμφανιστεί οτιδήποτε. Τρόλοκ, Μυρντράαλ, Ντραγκχάρ, Φαιοί, Γκόλαμ...»
Δίστασε, ενώ η παλάμη του με το σημάδι του ερωδιού χάιδευε τη μακριά λαβή του σπαθιού του. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι ήταν τα Γκόλαμ. Ο Λουζ Θέριν δεν είχε σαλέψει, αλλά ο Ραντ ήξερε ότι αυτό το όνομα είχε έρθει από εκείνον. Κάποιες φορές, θραύσματα και κομμάτια διαπερνούσαν το λεπτό φράγμα που βρισκόταν ανάμεσα στον Ραντ και σ’ εκείνη τη φωνή, και γίνονταν τμήμα των αναμνήσεων του Ραντ, συνήθως δίχως καμία εξήγηση. Το τελευταίο διάστημα συνέβαινε ολοένα και συχνότερα. Τα θραύσματα δεν μπορούσε να τα πολεμήσει, αντίθετα από τη φωνή του άλλου. Ο δισταγμός κράτησε μονάχα μια στιγμή.
«Κι όχι μόνο στον Βορρά, κοντά στη Μάστιγα. Αλλά κι εδώ και παντού. Χρησιμοποιούν τις Οδούς». Αυτές ήταν κάτι ακόμα που έπρεπε να φροντίσει. Αλλά πώς; Αρχικά οι Οδοί είχαν κατασκευαστεί με το σαϊντίν, αλλά τώρα ήταν σκοτεινές, μιασμένες όπως και το σαϊντίν. Οι Σκιογέννητοι δεν μπορούσαν να αποφύγουν όλους τους κινδύνους των Οδών που σκότωναν ανθρώπους ή τους επιφύλασσαν χειρότερη κατάληξη, αλλά ακόμη κατόρθωναν να τις χρησιμοποιούν· παρ’ όλο που οι Οδοί δεν ήταν τόσο γρήγορος τρόπος μετακίνησης όσο το Ταξίδεμα ή έστω η Ολίσθηση, μέσω αυτών μπορούσαν να διανύσουν εκατοντάδες μίλια μέσα σε μία μέρα. Ήταν ένα πρόβλημα που θα το άφηνε για μετά. Ήταν πολλά τα προβλήματα που άφηνε για μετά. Ήταν πολλά και τα προβλήματα στο τώρα. Εκνευρισμένος, σπάθισε ένα λέδερλιφ με το Σκήπτρο του Δράκοντα· φαρδιά, σκληρά φύλλα έπεσαν κομματιασμένα, ξερά τα περισσότερα. «Ό,τι άκουσες ποτέ σου σε θρύλο, να το περιμένεις. Ακόμα και τα Σκοτεινόσκυλα, που και να είναι η Τρελή Ορδή, τουλάχιστον δεν είναι ελεύθερος ο Σκοτεινός για να έρχεται καβάλα στο κατόπι τους. Και μόνα τους, πάντως, είναι επικίνδυνα. Μερικά πλάσματα μπορείς να τα σκοτώσεις όπως λένε οι θρύλοι, μερικά, όμως, πεθαίνονυν μόνο με μοιροφωτιά, απ’ όσο ξέρω. Ξέρεις τη μοιροφωτιά; Αν όχι, είναι κάτι που δεν θα σου διδάξω. Αν την ξέρεις, να τη χρησιμοποιήσεις μόνο εναντίον Σκιογέννητων. Και μη τη διδάξεις σε κανέναν.
«Η βάση για μερικές από τις φήμες που άκουσες ίσως να είναι... δεν ξέρω πώς αλλιώς να τα αποκαλέσω εκτός από “φυσαλίδες του κακού”. Σκέψου τις σαν τις φυσαλίδες που βγαίνουν καμιά φορά από τους βάλτους, μόνο που αυτές εδώ εκπορεύονται από τον Σκοτεινό, καθώς οι σφραγίδες εξασθενούν, κι αντί για οσμή σαπίλας, είναι γεμάτες από... κακό. Αιωρούνται στο Σχήμα μέχρι που σκάνε, κι όταν σκάσουν, τα πάντα μπορεί να συμβούν. Τα πάντα. Το ίδιο σου το είδωλο μπορεί να πηδήξει από τον καθρέφτη για να σε σκοτώσει. Πίστεψε με».
Ο Τάιμ δεν έδειχνε αν το κήρυγμα αυτό του είχε φέρει απόγνωση. Είπε μόνο, «Έχω πάει στη Μάστιγα. Έχω ξανασκοτώσει Τρόλοκ, και Μυρντράαλ». Παραμέρισε ένα χαμηλό κλαρί και το κράτησε για να περάσει ο Ραντ. «Πρώτη φορά ακούω γι’ αυτή τη μοιροφωτιά που λες, αλλά αν με κυνηγήσει κανένα Σκοτεινόσκυλο, θα βρω τρόπο να το σκοτώσω».
«Ωραία». Αυτό απευθυνόταν τόσο στην άγνοια του Τάιμ όσο και στην αυτοπεποίθησή του. Ο Ραντ δεν θα λυπόταν καθόλου αν η γνώση της μοιροφωτιάς εξαφανιζόταν οριστικά από τον κόσμο. «Με λίγη τύχη, δεν θα βρεις τίποτα τέτοιο εδώ, αλλά ποτέ δεν ξέρεις».
Το δάσος απότομα έδωσε τη θέση του στον αυλόγυρο της αγροικίας, που ήταν ένα πλατύ σπίτι με βοηθητικούς χώρους, άλλον ένα όροφο από πάνω με καλαμωτή σκεπή, καμινάδα απ’ όπου έβγαινε καπνός, κι ένα μεγάλο αχυρώνα που έγερνε. Εδώ δεν είχε περισσότερη δροσιά από την πόλη που ήταν λίγα μίλια παραπέρα, κι ο ήλιος ήταν εξίσου πυρωμένος. Κότες σκάλιζαν το χώμα, δύο γκριζοκαφέ αγελάδες μασουλούσαν χόρτο σε μια μάντρα με κάγκελα, ένα κοπάδι δεμένα μαύρα κατσίκια έτρωγαν τα φύλλα στους θάμνους που ήταν κοντά τους, κι ένα κάρο με ψηλές ρόδες στεκόταν στη σκιά του αχυρώνα, όμως το μέρος δεν έμοιαζε με αγρόκτημα. Δεν φαίνονταν χωράφια πουθενά· γύρω από την αυλή εκτεινόταν το δάσος με μόνο άνοιγμα τον όλο στροφές χωματόδρομο που τραβούσε προς τον Βορρά και χρησίμευε για τις σπάνιες επισκέψεις στην πόλη. Κι οι άνθρωποι ήταν πλήθος.