Τέσσερις γυναίκες, όλες μεσήλικες εκτός από μία, κρεμούσαν την μπουγάδα σε δύο σχοινιά, και μια ντουζίνα παιδιά, το μεγαλύτερο εννέα ή δέκα χρονών, έπαιζαν ανάμεσα στις κότες. Υπήρχαν κι άνδρες, επίσης, οι περισσότεροι από τους οποίους έκαναν διάφορες δουλειές. Ήταν είκοσι επτά, αν και κάποιοι παραήταν νέοι για να τους πεις άνδρες. Ο Έμπεν Χόπγουιλ, ο κοκαλιάρης που ανέβαζε ένα κουβά νερό από το πηγάδι, ισχυριζόταν πως ήταν είκοσι χρόνων, αλλά σίγουρα ήταν τέσσερα-πέντε χρόνια μικρότερος. Η μύτη και τα αυτιά του ήταν πελώρια. Ο Φέντγουιν Μορ, ένας από τους τρεις άνδρες που ιδρωκοπούσαν στη στέγη, αλλάζοντας τα πολυκαιρισμένα καλάμια, ήταν πιο γεροδεμένος κι είχε λιγότερες φακίδες, αλλά ούτε κι αυτός ήταν μεγαλύτερος. Οι μισοί και περισσότεροι άνδρες ήταν μόνο τρία ή τέσσερα χρόνια μεγαλύτεροι απ’ αυτούς τους δύο. Ο Ραντ μερικούς απ’ αυτούς παραλίγο θα τους είχε στείλει στα σπίτια τους, τουλάχιστον τον Έμπεν και τον Φέντγουιν, αλλά ο Λευκός Πύργος έπαιρνε μαθητευόμενους της ηλικίας τους, μερικές φορές ακόμα μικρότερους. Μερικά κεφάλια είχαν γκρίζο ανάμεσα στα μελαχρινά μαλλιά, κι ο Ντάμερ Φλιν, με το πρόσωπο όλο ρυτίδες, που ήταν μπροστά στον αχυρώνα κι αφαιρούσε τον φλοιό μερικών κλαδιών για να δείξει στους νεαρούς πώς να κουμαντάρουν το σπαθί, κούτσαινε και του έμενε μονάχα μια στενή λουρίδα άσπρων μαλλιών. Ο Ντάμερ ανήκε στους Φρουρούς της Βασίλισσας, μέχρι που είχε δεχθεί μια Μουραντιανή λόγχη στο μηρό του. Δεν ήταν ξιφομάχος, αλλά φαινόταν ικανός να δείξει στους άλλους πώς να μη καρφώσουν κατά λάθος τα ίδια τους τα πόδια. Οι περισσότεροι ήταν Αντορίτες, υπήρχαν κάτι λίγοι Καιρχινοί. Ακόμα κανένας δεν είχε έρθει από το Δάκρυ, αν κι η αμνηστία είχε εξαγγελθεί κι εκεί· ήθελε χρόνο για να ταξιδέψεις τόσο δρόμο.
Ο Ντάμερ, φυσικά, ήταν ο πρώτος που πρόσεξε τις Κόρες· πέταξε κάτω το κλαρί του κι έστρεψε την προσοχή των μαθητών του στον Ραντ. Ύστερα ο Έμπεν άφησε τον κουβά να πέσει με μια κραυγή και το νερό να τον πιτσιλίσει από πάνω ως κάτω, κι όλοι άρχισαν να τρέχουν φωνάζοντας στο σπίτι για να συγκεντρωθούν με ταραχή γύρω από τον Ντάμερ. Δύο ακόμα γυναίκες εμφανίστηκαν από μέσα, φορώντας ποδιές, με τα πρόσωπα κατακόκκινα από τις φωτιές της κουζίνας, και βοήθησαν τους άλλους να μαζέψουν τα παιδιά πίσω από τους άνδρες.
«Να τους», είπε ο Ραντ στον Τάιμ. «Σου έχει μείνει σχεδόν μισή μέρα. Πόσους μπορείς να δοκιμάσεις; Θέλω να ξέρω το συντομότερο δυνατόν ποιοι μπορούν να μάθουν».
«Τους περιμάζεψες από τα κατακάθια...» άρχισε να λέει περιφρονητικά ο Τάιμ και μετά κοντοστάθηκε στη μέση της αυλής, κοιτάζοντας τον Ραντ. Οι κότες σκάλιζαν το χώμα γύρω από τα πόδια του. «Δεν έχεις δοκιμάσει κανέναν τους; Γιατί, για όνομα του...; Δεν μπορείς, ε; Μπορείς να Ταξιδέψεις, αλλά δεν ξέρεις πώς να δοκιμάζεις το ταλέντο κάποιου».
«Μερικοί δεν θέλουν να διαβιβάσουν». Ο Ραντ άφησε τη λαβή του σπαθιού που έσφιγγε. Δεν του άρεσε να παραδέχεται σ’ αυτόν τον άνθρωπο τα κενά των γνώσεών του. «Μερικοί σκέφτηκαν μόνο ότι είχαν μια ευκαιρία για δόξες ή πλούτο ή εξουσία. Αλλά εγώ θέλω να κρατήσω όποιον μπορεί να μάθει, κι ας έχει ό,τι λόγους θέλει».
Οι μαθητές —οι άνδρες που θα γίνονταν μαθητές— παρακολουθούσαν τον Ραντ και τον Τάιμ από τον αχυρώνα επιδεικνύοντας σχετική ηρεμία. Στο κάτω-κάτω, όλοι είχαν έρθει στο Κάεμλυν για να διδαχθούν από τον Αναγεννημένο Δράκοντα ή έτσι νόμιζαν. Αυτό που τραβούσε, μαγεύοντας αλλά και φοβίζοντας τα βλέμματά τους, ήταν οι Κόρες που είχαν σχηματίσει κύκλο γύρω από τον αυλόγυρο κι εισέβαλλαν στο σπίτι και στον αχυρώνα. Οι γυναίκες αγκάλιαζαν τα παιδιά στα φουστάνια τους, με τα μάτια στυλωμένα στον Ραντ και στον Τάιμ, άλλες κοιτάζοντάς τους ανέκφραστα κι άλλες δαγκώνοντας τα χείλη με αγωνία.
«Έλα», είπε ο Ραντ. «Ήρθε η στιγμή να συναντήσεις τους μαθητές σου».
Ο Τάιμ έμεινε ακίνητος. «Στ’ αλήθεια αυτό είναι το μόνο που θέλεις από μένα; Να προσπαθήσω να διδάξω αυτά τα θλιβερά υποκείμενα; Αν μπορεί κανείς να τα διδάξει. Πόσους νομίζεις ότι θα βρεις σε μια χούφτα ανθρώπους που μπήκαν στην ταλαιπωρία να έρθουν εδώ;»
«Είναι σημαντικό, Τάιμ· θα το έκανα εγώ προσωπικά, αν μπορούσα κι αν είχα χρόνο». Όπως πάντα ο χρόνος ήταν το κλειδί, και ποτέ δεν ήταν αρκετός. Το είχε ήδη παραδεχθεί, όσο δύσκολο κι αν του είχε φανεί. Συνειδητοποίησε ότι δεν συμπαθούσε και πολύ τον Τάιμ, αλλά δεν χρειαζόταν να τον συμπαθήσει. Ο Ραντ δεν στάθηκε να τον περιμένει, κι ο άλλος τον πρόφτασε με μερικές μεγάλες δρασκελιές. «Μίλησες για εμπιστοσύνη. Σου εμπιστεύομαι τη διδασκαλία τους». Μην εμπιστεύεσαι! είπε λαχανιασμένος ο Λουζ Θέριν από τα βάθη. Ποτέ μην εμπιστεύεσαι! Η εμπιστοσύνη είναι θάνατος! «Δοκίμασε τους κι άρχισε να τους διδάσκεις μόλις ξέρεις ποιοι μπορούν να μάθουν».