Выбрать главу

Ο Τάιμ ακόμα μάζευε τα ονόματα του ασύντακτου πλήθους κι έριχνε αγριεμένες ματιές στον Ραντ. Η υπομονή του φάνηκε να εξαντλείται απότομα. «Φτάνει πια· ας αφήσουμε τα ονόματα για αργότερα, για όσους από σας θα είστε ακόμα εδώ αύριο. Ποιος είναι ο πρώτος που θα δοκιμαστεί;» Τα στόματά τους πάγωσαν ακαριαία. Κάποιοι δεν βλεφάριζαν καν, καθώς τον κοίταζαν. Ο Τάιμ έδειξε με το δάχτυλο τον Ντάμερ. «Ας ξεμπερδέψω με σένα. Για έλα εδώ». Ο Ντάμερ δεν σάλεψε, παρά μόνο όταν ο Τάιμ τον άρπαξε από το μπράτσο και τον έσυρε μερικά βήματα παραπέρα από τους υπόλοιπους.

Κοιτώντας τους, ήρθε κι ο Ραντ πιο κοντά.

«Όσο περισσότερη δύναμη χρησιμοποιείται», είπε ο Τάιμ στον Ντάμερ, «τόσο ευκολότερο είναι να εντοπίσεις την αντήχηση. Από την άλλη μεριά, αν η αντήχηση είναι υπερβολικά έντονη, ίσως φέρει ανεπιθύμητα αποτελέσματα στο μυαλό σου, ίσως ακόμα και θάνατο, γι’ αυτό, λοιπόν, θα ξεκινήσω από χαμηλά». Ο Ντάμερ έπαιξε τα μάτια· προφανώς δεν καταλάβαινε λέξη σχεδόν, εκτός ίσως από εκείνο που έλεγε περί ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων και θανάτου. Ο Ραντ, όμως, ήξερε ότι αυτός ήταν ο αποδέκτης της εξήγησης· ο Τάιμ κάλυπτε την άγνοιά του.

Ξαφνικά εμφανίστηκε μια φλογίτσα, ύψους ενός πόντου, που χόρευε στον αέρα σε ίση απόσταση από τους τρεις άνδρες. Ο Ραντ ένιωθε τη Δύναμη μέσα στον Τάιμ, αν και σε μικρή ποσότητα, κι έβλεπε τη λεπτή ροή Αέρα που ύφαινε εκείνος. Η φλόγα έφερε έκπληξη κι ανακούφιση στον Ραντ· έκπληξη, επειδή ήταν απόδειξη ότι ο Τάιμ μπορούσε πραγματικά να διαβιβάσει. Οι πρώτες αμφιβολίες του Μπασίρε πρέπει να είχαν κολλήσει στο μυαλό του.

«Συγκεντρώσου στη φλόγα», είπε ο Τάιμ. «Είσαι η φλόγα· ο κόσμος είναι η φλόγα· δεν υπάρχει τίποτα εκτός από τη φλόγα».

«Νιώθω μονάχα έναν πόνο ανάμεσα στα μάτια», μουρμούρισε ο Ντάμερ, σκουπίζοντας ιδρώτα από το μέτωπο με τη ράχη του τραχιού, ροζιασμένου χεριού του.

Ο Τάιμ έμοιαζε προσηλωμένος, αλλά ο Ραντ δεν ήξερε σε τι· έμοιαζε να στήνει αυτί. Είχε μιλήσει για αντήχηση. Ο Ραντ εστίασε, αφουγκράστηκε, προσπάθησε να νιώσει — κάτι.

Τα λεπτά κυλούσαν, χωρίς κανείς να σαλεύει ούτε έναν μυ. Πέντε, έξι, επτά βραδύτατα λεπτά, ενώ ο Ντάμερ σχεδόν δεν ανοιγόκλεινε τα μάτια. Ο ηλικιωμένος βαριανάσαινε κι ίδρωνε τόσο πολύ, που ήταν σαν κάποιος να του είχε αδειάσει ένα κουβά νερό στο κεφάλι. Δέκα λεπτά.

Ξαφνικά, ο Ραντ την ένιωσε. Την αντήχηση. Ήταν ένα μικρό πραγματάκι, μια μικρούλικη ηχώ της απειροελάχιστης ροής της Δύναμης που παλλόταν μέσα στον Τάιμ, αλλά φαινόταν να προέρχεται από τον Ντάμερ. Αυτό πρέπει να εννοούσε ο Τάιμ, όμως ο Τάιμ δεν σάλευε. Ίσως να υπήρχε κάτι άλλο, ή ίσως να μην ήταν αυτό που σκεφτόταν ο Ραντ.

Ένα-δυο λεπτά πέρασαν, και τελικά ο Τάιμ ένευσε κι άφησε τη φλόγα και το σαϊντίν να χαθούν. «Μπορείς να μάθεις... Ντάμερ, έτσι δεν σε είπαμε;» Φαινόταν έκπληκτος, σίγουρα δεν πίστευε ότι ο πρώτος κιόλας άνδρας θα περνούσε τη δοκιμασία, και μάλιστα ένας φαλακρός ηλικιωμένος. Ο Ντάμερ χαμογέλασε αδύναμα· έλεγες ότι του ερχόταν εμετός. «Δηλαδή να μην ξαφνιαστώ, αν περάσουν όλοι αυτοί οι χαζούλιακες», μουρμούρισε ο άνδρας με τη γαμψή μύτη, ρίχνοντας μια ματιά στον Ραντ. «Έχεις την τύχη δέκα ανδρών».

Οι μπότες σύρθηκαν στο χώμα εκεί που στέκονταν οι άλλοι «χαζούλιακες». Αναμφιβόλως κάποιοι θα έλπιζαν να αποτύχουν. Δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω τώρα, αλλά αν αποτύγχαναν, θα μπορούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους, ξέροντας ότι είχαν προσπαθήσει, χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αν περνούσαν.

Ο Ραντ ένιωσε κι ο ίδιος κάποια έκπληξη. Δεν είχε υπάρξει κάτι άλλο εκτός από κείνη την ηχώ, και την είχε νιώσει πριν από τον Τάιμ, πριν από τον άνθρωπο που ήξερε τι έψαχνε.

«Εν καιρώ θα δούμε πόσο δυνατός είσαι», είπε ο Τάιμ καθώς ο Ντάμερ ξαναγυρνούσε ανάμεσα στους άλλους. Εκείνοι άφησαν λίγη απόσταση γύρω του και κανείς δεν τον κοίταξε στα μάτια. «Ίσως να αποδειχθείς τόσο δυνατός όσο κι εγώ, ή ο Άρχοντας Δράκοντας από δω». Το κενό γύρω από τον Ντάμερ πλάτυνε λιγάκι. «Μόνο ο χρόνος θα δείξει. Πρόσεχε τώρα που θα δοκιμάζω τους άλλους. Αν είσαι έξυπνος, θα πιάσεις τι κάνω μέχρι να δοκιμάσω τέσσερις-πέντε ακόμα». Μια ματιά στον Ραντ άφησε να εννοηθεί ότι εννοούσε αυτόν. «Λοιπόν, ποιον θα δοκιμάσω τώρα;» Κανείς δεν σάλεψε. Ο Σαλδαίος χάιδεψε το πηγούνι του. «Εσένα». Έδειξε έναν νωθρό τύπο που είχε πατήσει τα τριάντα για τα καλά, έναν μελαχρινό υφαντή ονόματι Κέλυ Χάλντιν. Στη σειρά που σχημάτιζαν οι γυναίκες, η σύζυγος του Κέλυ βόγκηξε.