Οι είκοσι έξι ακόμα δοκιμές θα έτρωγαν το υπόλοιπο της μέρας, ίσως και περισσότερο. Παρά τον καύσωνα, οι μέρες μίκραιναν σαν να ερχόταν πραγματικά ο χειμώνας, και μια αποτυχημένη δοκιμή θα χρειαζόταν μερικά λεπτά περισσότερα από μια πετυχημένη, για να βεβαιωθούν. Τον περίμενε ο Μπασίρε, είχε να επισκεφθεί τον Γουίραμον, και...
«Συνέχισε εδώ πέρα», είπε ο Ραντ στον Τάιμ. «Θα επιστρέψω αύριο για να δω πώς τα πήγες. Μην ξεχνάς την εμπιστοσύνη που σου δείχνω». Μη τον εμπιστεύεσαι, μούγκρισε ο Λουζ Θέριν. Η φωνή φαινόταν να έρχεται από μια μορφή που χοροπηδούσε στις σκιές του κεφαλιού του Ραντ. Μη τον εμπιστεύεσαι. Η εμπιστοσύνη είναι θάνατος. Σκότωσέ τον. Σκότωσέ τους όλους. Αχ, να πέθαινα και να γλίτωνα, να γλίτωνα απ’ όλα, να κοιμόμουν δίχως όνειρα, όνειρα με την Ιλυένα, συγχώρεσέ με, Ιλυένα, δεν υπάρχει συγχώρεση, μόνο θάνατος, μου αξίζει να πεθάνω... Ο Ραντ γύρισε αλλού προτού η εσωτερική πάλη εμφανιστεί στο πρόσωπό του. «Αύριο. Αν μπορέσω».
Ο Τάιμ τον πρόφτασε, πριν ο Ραντ κι οι Κόρες φτάσουν στα μισά της απόστασης ως τα δένδρα. «Αν μείνεις λίγο ακόμα, θα μάθεις τη δοκιμασία». Η φωνή του έδειχνε αγανάκτηση. «Αν βρω στ’ αλήθεια άλλους τέσσερις-πέντε, κάτι που δεν θα με ξαφνιάσει. Έχεις την τύχη του Σκοτεινού. Υποθέτω ότι θέλεις να μάθεις. Εκτός αν σκοπεύεις να τα φορτώσεις όλα πάνω μου. Σε προειδοποιώ ότι τα μαθήματα θα προχωρήσουν αργά. Όσο κι αν τον πιέσω, ο Ντάμερ θέλει ακόμα μέρες, βδομάδες, μέχρι να μάθει να αισθάνεται το σαϊντίν, πόσο μάλλον να το πιάνει. Μόνο να το πιάνει, όχι να διαβιβάζει έστω και μια σπίθα».
«Έχω ήδη καταλάβει τη δοκιμασία», αποκρίθηκε ο Ραντ. «Δεν ήταν δύσκολο. Κι αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω, να τα φορτώσω όλα πάνω σου, μέχρι να βρεις κι άλλους και να τους διδάξεις αρκετά ώστε να σε βοηθήσουν να ψάξεις. Μην ξεχάσεις αυτό που σου είπα, Τάιμ. Δίδαξέ τους γρήγορα». Αυτό έκρυβε κινδύνους. Όταν μάθαινες να διαβιβάζεις το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής, μάθαινες να αγκαλιάζεις, έτσι είχαν πει στον Ραντ, μάθαινες να υποτάσσεσαι σε κάτι που θα σε υπάκουγε όταν του παραδινόσουν. Καθοδηγούσες μια πελώρια δύναμη, που θα σε έβλαπτε μόνο αν τη χρησιμοποιούσες λάθος. Η Ηλαίην κι η Εγκουέν το έβρισκαν φυσιολογικό· για τον Ραντ, ήταν σχεδόν απίστευτο. Το να διαβιβάζεις το αρσενικό μισό ήταν συνεχής πόλεμος για τον έλεγχο και την επιβίωση. Αν προχωρούσες πιο μακριά και πιο γρήγορα απ’ όσο έπρεπε, θα ήσουν σαν αγόρι που το είχαν πετάξει γυμνό σε άγρια μάχη με πάνοπλους αντιπάλους. Ακόμα κι όταν το μάθαινες, το σαϊντίν μπορούσε να σε καταστρέψει, να σε σκοτώσει, να σου σβήσει το μυαλό ή απλώς να σου κάψει την ικανότητα να διαβιβάζεις. Την τιμωρία που επέβαλλαν οι Άες Σεντάι στους άνδρες που ήξεραν να διαβιβάζουν, μπορούσες να την προκαλέσεις ο ίδιος στον εαυτό σου με μια στιγμή απροσεξίας, αν αφηνόσουν αφύλαχτος έστω και για μια στιγμή. Κάποιοι βέβαια από τους άνδρες μπροστά στον αχυρώνα θα ήταν πρόθυμοι να υποστούν αυτή την τιμωρία εκείνη τη στιγμή. Η φεγγαροπρόσωιτη σύζυγος του Κέλυ Χάλντιν τον είχε πιάσει από τα πέτα και του μιλούσε βιαστικά. Ο Κέλυ κουνούσε αβέβαια το κεφάλι κι οι άλλοι παντρεμένοι κοίταζαν ανήσυχα τις γυναίκες τους. Μα επρόκειτο για πόλεμο, κι οι πόλεμοι είχαν απώλειες, ακόμα και για τους παντρεμένους. Μα το Φως, ο Ραντ γινόταν τόσο αναίσθητος πια. Έστριψε λιγάκι για να μη δει τα μάτια της Σόρα Γκρέηντυ. «Πήγαινε τους στο χείλος του γκρεμού», είπε στον Τάιμ. «Δίδαξέ τους όσο περισσότερα μπορούν να μάθουν όσο πιο γρήγορα μπορούν να τα μάθουν».
Το στόμα του Τάιμ σφίχτηκε λιγάκι όταν ο Ραντ άρχισε να μιλά. «Όσα μπορούν να μάθουν», είπε ουδέτερα. «Αλλά τι; Θα έλεγα, εκείνα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα».
«Όπλα», συμφώνησε ο Ραντ. Έπρεπε να γίνουν όπλα, όλοι τους, μαζί κι ο ίδιος. Άραγε θα επέτρεπαν τα όπλα στον εαυτό τους να έχει οικογένεια; Θα του επέτρεπαν να αγαπήσει; Από που είχε ξεφυτρώσει τώρα αυτό; «Ό,τι μπορούν να μάθουν, αλλά αυτό πάνω απ’ όλα». Ήταν τόσο λίγοι. Είκοσι επτά, κι αν υπήρχε έστω κι ένας εκτός του Ντάμερ που μπορούσε να διαβιβάσει, ο Ραντ θα χαιρόταν για το γεγονός ότι ήταν τα’βίρεν που του είχε φέρει αυτόν τον άνθρωπο. Οι Άες Σεντάι συλλάμβαναν κι ειρήνευαν μόνο τους άνδρες που διαβίβαζαν, αλλά ασκούσαν αυτό το έργο με μεγάλη επιδεξιότητα τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια. Μερικές από αυτές πίστευαν ότι είχαν πετύχει κάτι που δεν ήταν αρχικά σκοπός τους, να εξαλείψουν με διαδοχικές γενιές από την ανθρωπότητα την ικανότητα της διαβίβασης. Ο Λευκός Πύργος είχε κατασκευαστεί για να στεγάζει μονίμως τρεις χιλιάδες Άες Σεντάι, και πολύ περισσότερες, αν χρειαζόταν να κληθούν στο σύνολο τους, με δωμάτια για εκατοντάδες εκπαιδευόμενα κοριτσόπουλα, αλλά πριν από το σχίσμα υπήρχαν μόνο περίπου σαράντα μαθητευόμενες στον Πύργο κι ούτε πενήντα Αποδεχθείσες. «Χρειάζομαι περισσότερους, Τάιμ. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρες μου περισσότερους. Πριν από οτιδήποτε άλλο, δίδαξέ τους να κάνουν τη δοκιμασία».