Выбрать главу

Μανιασμένος, ο Ραντ ούρλιαξε μέσα στο μυαλό του, Σκάσε! Προς έκπληξή του, η άλλη φωνή εξαφανίστηκε.

Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του και τον σκούπισε με το χέρι του που απειλούσε να το πιάσει τρέμουλο. Αυτός ο ίδιος είχε πιάσει την Πηγή· σίγουρα αυτό είχε γίνει. Αποκλείεται να το είχε κάνει η φωνή ενός νεκρού. Υποσυνείδητα, δεν ήθελε να εμπιστευτεί τον Τάιμ να κρατά τόσο σαϊντίν, ενώ ο ίδιος θα στεκόταν ανήμπορος. Αυτό ήταν.

«Μόνο πρόσεχε μήπως υπάρχει κάποιος που μαθαίνει πιο γρήγορα από το κανονικό», μουρμούρισε. Ίσως είχε πει στον Τάιμ περισσότερα απ’ όσα έπρεπε, όμως οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να ξέρουν τι αντιμετώπιζαν. Όσα χρειάζονταν να ξέρουν, όχι περισσότερα. Δεν θα άφηνε ούτε τον Τάιμ ούτε κανέναν άλλο να ανακαλύψουν από πού είχε μάθει πολλά απ’ όσα ήξερε. Αν ανακάλυπταν ότι κάποτε είχε αιχμαλωτίσει έναν Αποδιωγμένο και τον είχε αφήσει να δραπετεύσει... Οι φήμες θα παρέλειπαν το ότι τον είχε αιχμάλωτο, αν αυτό διέρρεε. Οι Λευκομανδίτες ισχυρίζονταν ότι ο Ραντ ήταν ψεύτικος Δράκοντας, πιθανότατα και Σκοτεινόφιλος· το ίδιο έλεγαν για όσους άγγιζαν τη Μία Δύναμη. Αν ο κόσμος μάθαινε για τον Ασμόντιαν, μπορεί να το πίστευαν κι άλλοι πολλοί. Δεν είχε σημασία που ο Ραντ χρειαζόταν έναν άνδρα για να του διδάξει το σαϊντίν. Δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να μάθει από μια γυναίκα, όπως εκείνες δεν μπορούσαν να δουν τις υφάνσεις του κι αυτός τις δικές τους. Οι άνδρες εύκολα πιστεύουν το χειρότερο, κι οι γυναίκες πιστεύουν ότι κρύβει κάτι ακόμα πιο σκοτεινό· έτσι έλεγε μια παλιά παροιμία των Δύο Ποταμών. Θα αναλάμβανε ο ίδιος τον Ασμόντιαν, αν ξαναεμφανιζόταν ποτέ. «Μόνο να έχεις τον νου σου. Διακριτικά».

«Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας». Ο Τάιμ έφτασε στο σημείο να κάνει μια μικρή υπόκλιση προτού αρχίσει να περπατά στην αυλή.

Ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι οι Κόρες τον κοίταζαν: η Ενάιλα κι η Σομάρα, η Σούλιν κι η Τζαλάνι κι οι άλλες, με ανησυχία στα μάτια. Αποδέχονταν σχεδόν όλα όσα έκανε, όλα τα πράγματα που τον τάραζαν όταν τα έκανε, τα πράγματα που απ’ όλους μόνο οι Αελίτες τα δέχονταν ατάραχα· ξεσηκώνονταν μόνο με κάποια πράγματα που αυτός δεν μπορούσε να τα καταλάβει. Τον αποδέχονταν και νοιάζονταν γι’ αυτόν.

«Δεν πρέπει να κουράζεσαι», είπε ήσυχα η Σομάρα. Ο Ραντ την κοίταξε, και τα μάγουλα της ξανθής γυναίκας κοκκίνισαν. Μπορεί θεωρητικά να μη βρίσκονταν σε δημόσιο μέρος —ο Τάιμ ήταν μακριά και μάλλον δεν άκουγε— αλλά το σχόλιό της ξεπερνούσε τα όρια.

Η Ενάιλα όμως έβγαλε ένα σούφα από τη ζώνη της και του το έδωσε. «Ο πολύς ήλιος σού κάνει κακό», είπε χαμηλόφωνα.

Μια άλλη μουρμούρισε, «Χρειάζεται μια σύζυγο να τον περιποιείται». Δεν κατάλαβε ποια το είχε πει· ακόμα κι η Σομάρα κι η Ενάιλα τέτοια πράγματα τα έλεγαν μόνο πίσω από την πλάτη του. Ήξερε όμως ποια εννοούσαν. Την Αβιέντα. Ποια καλύτερη να παντρευτεί τον γιο μιας Κόρης, παρά μια Κόρη που είχε εγκαταλείψει τη λόγχη για να γίνει Σοφή;

Έπνιξε ένα ζέσπασμα θυμού, τύλιξε το σούφα στο κεφάλι του και χάρηκε που το είχε. Ο ήλιος πράγματι έκαιγε και το γκριζοκαφέ ύφασμα έδιωχνε αρκετή ζέστη. Ο ιδρώτας του το πότισε αμέσως. Μήπως ο Τάιμ ήξερε κάτι αντίστοιχο με το τέχνασμα των Άες Σεντάι που δεν επέτρεπε στη ζέστη και το κρύο να τις επηρεάσουν; Η Σαλδαία βρισκόταν ψηλά στον Βορρά, όμως ο Τάιμ δεν φαινόταν να ιδρώνει ούτε όσο οι Αελίτες. Παρά την ευγνωμοσύνη που ένιωθε, ο Ραντ είπε, «Το κακό είναι που στέκομαι εδώ και χασομερώ».

«Χασομερά;» είπε η νεαρή Τζαλάνι με επιτηδευμένα αθώα φωνή, ξανατυλίγοντας το σούφα της και φανερώνοντας για μια στιγμή μαλλιά κόκκινα σχεδόν όσο και της Ενάιλα. «Πώς είναι δυνατόν να χασομερά ο Καρ’α’κάρν, Την τελευταία φορά που ίδρωσα όσο αυτός, ήταν επειδή έτρεχα από το χάραμα ως το ηλιοβασίλεμα».

Οι άλλες Κόρες έβαλαν τα γέλια ή χαμογέλασαν πλατιά· η κοκκινομάλλα Μάιρα, που ήταν τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερη του Ραντ, χτύπησε με το χέρι τον μηρό της, ενώ η χρυσομάλλα Ντεσόρα έκρυψε το χαμόγελο με το χέρι της, όπως πάντα. Η Λία με το σημαδεμένο πρόσωπο χοροπήδησε στις μύτες των ποδιών της, ενώ η Σούλιν σχεδόν διπλώθηκε στα δύο. Το Αελίτικο χιούμορ ήταν παράξενο. Στα παραμύθια, ποτέ δεν έκαναν αστεία εις βάρος των ηρώων, ούτε και παράξενα αστεία σαν αυτό, κι ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι το ίδιο ίσχυε για τους βασιλιάδες. Ένα μέρος του προβλήματος ήταν το ότι οι Αελίτες αρχηγοί, ακόμα κι ο Καρ’α’κάρν, δεν ήταν βασιλιάδες· μπορεί να είχαν ανάλογη εξουσία σε πολλά θέματα, όμως κάθε Αελίτης μπορούσε να πλησιάσει έναν αρχηγό και να του πει απερίφραστα τη γνώμη του. Η ρίζα του προβλήματος, όμως, ήταν κάτι άλλο.