Παρ’ όλο που τον είχαν μεγαλώσει στους Δύο Ποταμούς ο Ταμ αλ’Θόρ κι η σύζυγός του, η Κάρι, η οποία είχε πεθάνει όταν ο Ραντ ήταν πέντε χρόνων, η πραγματική μητέρα του Ραντ ήταν μια Κόρη της Λόγχης που είχε πεθάνει πάνω στη γέννα του, στις πλαγιές του Όρους του Δράκοντα. Δεν ήταν Αελίτισσα, παρ’ όλο που ο πατέρας του ήταν Αελίτης, αλλά ήταν ακόμα Κόρη. Τώρα, στην περίπτωσή του ίσχυαν Αελίτικα έθιμα ισχυρότερα από νόμους. Όχι απλώς ίσχυαν, αλλά τον παγίδευαν. Μια Κόρη δεν μπορούσε να παντρευτεί όσο ακόμα έφερε τη λόγχη, κι αν δεν εγκατέλειπε τη λόγχη, τότε το παιδί της οι Σοφές το έδιναν σε κάποια άλλη γυναίκα, με τρόπο που η Κόρη να μη μάθει ποια ήταν αυτή η γυναίκα. Τα παιδιά που έφερναν στον κόσμο οι Κόρες θεωρούνταν καλότυχα, τόσο τα ίδια όσο κι αυτοί που τα μεγάλωναν, αν και μόνο η γυναίκα που μεγάλωνε ένα τέτοιο παιδί κι ο σύζυγός της ήξεραν ότι δεν ήταν δικό τους. Εκτός αυτού όμως, η Αελίτικη Προφητεία του Ρουίντιαν έλεγε ότι ο Καρ’α’κάρν θα ήταν ένα τέτοιο παιδί, που θα το είχαν μεγαλώσει υδρόβιοι. Για τις Κόρες, ο Ραντ αντιπροσώπευε όλα αυτά τα παιδιά που είχαν ξαναγυρίσει, πρώτη φορά που ήταν γνωστό σε όλους για κάποιον ότι ήταν παιδί Κόρης.
Οι περισσότερες, είτε ήταν μεγαλύτερες από τη Σούλιν είτε νέες όσο η Τζαλάνι, τον είχαν καλοδεχθεί σαν αδελφό χαμένο από καιρό. Δημοσίως του έδειχναν τον ίδιο σεβασμό που έδειχναν και στους αρχηγούς, όσο λίγος και αν ήταν αυτός κάποιες φορές, μολονότι το αν ήταν μεγαλύτερος ή μικρότερος αδελφός δεν έμοιαζε να έχει σχέση με την ηλικία της γυναίκας. Χαιρόταν που ελάχιστες τού φέρονταν όπως η Ενάιλα κι η Σομάρα· είτε ήταν μόνος είτε όχι, ήταν ενοχλητικό να έχεις μια γυναίκα συνομήλική σου να σε αντιμετωπίζει σαν να είσαι γιος της.
«Τότε πρέπει να πάμε κάπου που δεν θα ιδρώνω», είπε, και χαμογέλασε. Τους το χρωστούσε. Κάποιες είχαν ήδη πεθάνει γι’ αυτόν και θα πέθαιναν κι άλλες μέχρι να ολοκληρώσει το έργο του. Οι Κόρες έκρυψαν γοργά την ιλαρότητά τους, έτοιμες να πάνε όπου έλεγε ο Καρ’α’κάρν, έτοιμες να τον υπερασπιστούν.
Το ερώτημα ήταν πού θα πήγαινε τώρα; Ο Μπασίρε περίμενε για την επιμελημένα άνευ ιδιαίτερης σημασίας επίσκεψη του, αλλά αν το είχε μυριστεί η Αβιέντα, ίσως να ήταν μαζί με τον Μπασίρε. Ο Ραντ την απέφευγε όσο μπορούσε, κι απέφευγε ακόμα πιο πολύ να μείνει μόνος μαζί της. Επειδή ήθελε να μείνει μόνος μαζί της. Προς το παρόν, αυτό είχε καταφέρει να το κρύψει από τις Κόρες· αν το υποψιάζονταν, θα του έκαναν τον βίο αβίωτο. Ένα ήταν σίγουρο: έπρεπε να μένει μακριά της. Ο θάνατος τον συνόδευε σαν μεταδοτική ασθένεια· ο Ραντ ήταν στόχος κι οι άνθρωποι κοντά του πέθαιναν. Είχε κάνει την καρδιά του πέτρα κι άφηνε τις Κόρες να πεθαίνουν —που να τον έκαιγε το Φως παντοτινά γι’ αυτή την υπόσχεση!— αλλά η Αβιέντα είχε εγκαταλείψει τη λόγχη και μελετούσε με τις Σοφές. Ο Ραντ δεν ήξερε τι ακριβώς ένιωθε γι’ αυτήν, αλλά ήξερε ότι αν η Αβιέντα πέθαινε εξαιτίας του, τότε θα πέθαινε και κάτι μέσα του. Ήταν τυχερός που δεν τον έβλεπε συναισθηματικά. Έμενε κοντά του μόνο επειδή οι Σοφές την είχαν βάλει να τον παρακολουθεί, κι επίσης επειδή τον παρακολουθούσε εκ μέρους της Ηλαίην. Όμως αυτοί οι λόγοι δεν έκαναν την κατάσταση ευκολότερη για τον Ραντ· συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.
Η απόφαση ήταν εύκολη. Για να αποφύγει ο Ραντ την Αβιέντα, ο Μπασίρε θα υποχρεωνόταν να τον περιμένει κι άλλο, κι η επίσκεψη στον Γουίραμον, που ήταν κανονισμένη να αρχίσει από το παλάτι δήθεν κρυφά, θα γινόταν τώρα. Ήταν ανόητο να παίρνεις αποφάσεις με τέτοιους λόγους, όμως τι μπορούσε να κάνει ένας άνδρας όταν μια γυναίκα αρνιόταν να δει την κατάσταση λογικά; Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Εκείνοι που έπρεπε να μάθουν για την επίσκεψη, θα τη μάθαιναν ούτως ή άλλως, κι ίσως να πίστευαν ευκολότερα αυτό που έπρεπε να πιστέψουν επειδή η επίσκεψη είχε γίνει πραγματικά κρυφά. Ίσως η άλλη επίσκεψη, στον Μπασίρε και ατούς Σαλδαίους, να φαινόταν ακόμα πιο ασήμαντη, επειδή θα την άφηνε για αργότερα το απόγευμα. Ναι. Σχέδια μέσα σε σχέδια, αντάξια ενός Καιρχινού που έπαιζε το Παιχνίδι των Οίκων.
Έπιασε το σαϊντίν κι άνοιξε μια πύλη, κι η χαρακιά του φωτός πλάτυνε κι έδειξε το εσωτερικό μιας σκηνής με πράσινες ρίγες, που ήταν άδεια αν εξαιρούσες τα πολύχρωμα υφαντά χαλιά, τα οποία ήταν διακοσμημένα με τα Δακρυνά δαιδαλώδη μοτίβα. Δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρχει στημένη ενέδρα σε κείνη τη σκηνή, όμως η Ενάιλα, η Μάιρα και μερικές άλλες έβαλαν τα πέπλα και χίμηξαν από την πύλη. Ο Ραντ κοντοστάθηκε για να κοιτάξει πίσω του.