Выбрать главу

Ο Κέλυ Χάλντιν όδευε προς την αγροικία με το κεφάλι σκυμμένο, ενώ η γυναίκα του πρόσεχε τα δύο παιδιά τους που ήταν στο πλευρό του. Άπλωνε και ξανάπλωνε το χέρι για να τον χτυπήσει παρηγορητικά, όμως ο Ραντ ακόμα από την άλλη μεριά της αυλής έβλεπε το πρόσωπό της που έλαμπε. Προφανώς ο Κέλυ είχε αποτύχει. Ο Τάιμ στεκόταν αντικριστά στον Τζουρ Γκρέηντυ κι οι δύο κοίταζαν τη μικρούλικη φλόγα που τρεμόπαιζε ανάμεσά τους. Η Σόρα Γκρέηντυ, που είχε τον γιο της αγκαλιασμένο στο στήθος της, δεν κοίταζε τον άνδρα της. Το βλέμμα της ήταν ακόμα καρφωμένο στον Ραντ. «Το βλέμμα της γυναίκας κόβει πιο πολύ κι από μαχαίρι», έλεγε μια άλλη παροιμία των Δύο Ποταμών.

Ο Ραντ πέρασε από την πύλη, στάθηκε να περάσουν κι οι άλλες Κόρες, κι άφησε την Πηγή. Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει.

4

Αίσθηση του Χιούμορ

Το σκοτεινό εσωτερικό της σκηνής ήταν τόσο καυτό, που το Κάεμλυν, περίπου οκτακόσια τόσα μίλια πιο βόρεια, συγκριτικά είχε μια ευχάριστη δροσιά, κι όταν ο Ραντ άνοιξε το κάλυμμα, ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Ο ήλιος ήταν ένα σφυρί που τον έκανε να χαρεί για το σούφα.

Ένα αντίγραφο του λάβαρου του Δράκοντα κρεμόταν πάνω από τη σκηνή με τις πράσινες ρίγες, μαζί με ένα πορφυρό λάβαρο με το πανάρχαιο σύμβολο των Άες Σεντάι. Υπήρχαν κι άλλες σκηνές που απλώνονταν σε μια πεδιάδα όλο υψωματάκια, όπου απέμεναν ελάχιστες τούφες γρασιδιού που δεν είχαν τσαλαπατηθεί από οπλές και μπότες. Άλλες σκηνές είχαν αμφίκλινή στέγη κι άλλες επίπεδη, οι περισσότερες λευκές αν και καταβρώμικες, πολλές όμως είχαν διάφορα χρώματα ή ήταν ριγέ. Υπήρχαν επίσης οι σκηνές και τα πολύχρωμα λάβαρα των αρχόντων. Ένας στρατός είχε συγκεντρωθεί εδώ στα σύνορα του Δακρύου, εκεί που τελείωναν οι Πεδιάδες του Μαρέντο, χιλιάδες στρατιώτες από το Δάκρυ και την Καιρχίν. Οι Αελίτες είχαν στήσει τα δικά τους στρατόπεδα αρκετά μακριά από τους υδρόβιους, κι υπήρχαν πέντε Αελίτες για κάθε Δακρυνό και Καιρχινό, ενώ κατέφθαναν κι άλλοι καθημερινά. Ήταν ένας στρατός που θα έκανε το Ίλιαν να ριγήσει από το φόβο, μια στρατιά τόσο ισχυρή που μπορούσε να γκρεμίσει τα πάντα στο πέρασμά της.

Η Ενάιλα κι οι άλλες της εμπροσθοφυλακής είχαν ήδη βγει έξω, με τα πέπλα υψωμένα, μαζί με περίπου μια ντουζίνα Αελίτες. Οι Αελίτες φρουρούσαν συνεχώς αυτή τη σκηνή. Ήταν ντυμένοι κι οπλισμένοι όπως οι Κόρες, ψηλοί σαν τον Ραντ ή και ψηλότεροι, θυμίζοντας λιοντάρια εκεί που οι Κόρες έμοιαζαν λεοπαρδάλεις, άνδρες σκληροπρόσωποι και ψημένοι από τον ήλιο με παγωμένα μάτια, γαλάζια ή πράσινα ή γκρίζα. Σήμερα ήταν εκεί οι Σά’μαντ Κόντε, οι Κεραυνοπόροι, με επικεφαλής τον Ρόινταν αυτοπροσώπως, που ήταν ο επικεφαλής της κοινωνίας τους στην από δω μεριά του Δρακότειχους. Οι Κόρες έφεραν την τιμή του Καρ’α’κάρν, όμως όλες οι πολεμικές κοινωνίες απαιτούσαν το μερίδιό τους στη φρουρά.

Σ’ ένα μόνο πράγμα διέφερε η ενδυμασία μερικών ανδρών από τις γυναίκες. Οι μισοί φορούσαν μια πορφυρή κορδέλα στους κροτάφους με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι, τον ασπρόμαυρο δίσκο, πάνω από τα φρύδια τους. Ήταν κάτι καινούριο, που είχε εμφανιστεί μόλις πριν από λίγους μήνες. Εκείνοι που φορούσαν το κεφαλομάντιλο θεωρούσαν ότι ήταν σισβαϊ’αμάν, οι Λόγχες του Δράκοντα στην Παλιά Γλώσσα. Οι Λόγχες Που Ανήκαν στον Δράκοντα, όπως ίσως ήταν η πιο ακριβής διατύπωση. Ο Ραντ ένιωθε άβολα με τα κεφαλομάντιλα κι αυτό που σήμαιναν, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πολλά, αφού οι άνδρες αρνούνταν ακόμα και να παραδεχτούν ότι τα φορούσαν. Δεν είχε ιδέα γιατί άραγε δεν τα φορούσαν κι οι Κόρες. Ήταν κι αυτές απρόθυμες, όσο κι οι άνδρες, να μιλήσουν γι’ αυτό.

«Σε βλέπω, Ραντ αλ’Θόρ», είπε σοβαρά ο Ρόινταν. Τα μαλλιά του Ρόινταν ήταν περισσότερο γκρίζα παρά κιτρινόξανθα, αλλά ένας σιδεράς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το πρόσωπο του γεροδεμένου άνδρα για σφυρί ή αμόνι, κι οι ουλές στα μάγουλα και τη μύτη του έδειχναν ότι αυτό μπορεί να είχε συμβεί. Αλλά ακόμα και το πρόσωπό του φαινόταν μαλακό σε σύγκριση με τα παγωμένα γαλανά μάτια του. Απέφυγε να κοιτάξει το σπαθί του Ραντ. «Είθε να βρεις σκιά σήμερα». Αυτό δεν είχε σχέση με τον ήλιο που σε έψηνε ή τον ανέφελο ουρανό —ο Ρόινταν δεν φαινόταν καθόλου ιδρωμένος— αλλά ήταν απλώς ένας χαιρετισμός μεταξύ των ανθρώπων μιας χώρας που ο ήλιος πάντα έκαιγε και τα δένδρα σπάνιζαν.

Εξίσου επίσημα, ο Ραντ αποκρίθηκε, «Σε βλέπω, Ρόινταν. Είθε να βρεις σκιά σήμερα. Είναι πουθενά εδώ γύρο ο Υψηλός Άρχοντας Γουίραμον;»