Ο Ρόινταν έκανε νόημα προς ένα μεγάλο περίπτερο με κόκκινες ρίγες στα πλαϊνά και πορφυρή οροφή, κυκλωμένο από άνδρες που κρατούσαν μακριά δόρατα γερμένα με ακρίβεια κι έστεκαν ώμο με ώμο, φορώντας τους στιλβωμένους θώρακες και τα χρυσόμαυρα σακάκια των Δακρυνών Υπερασπιστών της Πέτρας. Πάνω από το περίπτερο υψώνονταν οι Τρεις Ημισέληνοι του Δακρύου, με λευκό χρώμα σε χρυσοκόκκινο φόντο, κι ο πολυάκτινος Ανατέλλων Ήλιος της Καιρχίν, χρυσός σε γαλάζιο φόντο, δεξιά κι αριστερά από το πορφυρό λάβαρο του Ραντ· τα τρία λάβαρα τινάζονταν αδύναμα σε μια αύρα που έμοιαζε να βγαίνει από φούρνο.
«Όλοι οι υδρόβιοι είναι εκεί». Κοιτώντας τον Ραντ κατάματα, ο Ρόινταν πρόσθεσε, «Τρεις μέρες τώρα δεν ζήτησαν από τον Μπρούαν να πάει σε κείνη τη σκηνή, Ραντ αλ’Θόρ». Ο Μπρούαν ήταν αρχηγός φατρίας του Νακάι Άελ, της φατρίας του Ρόινταν· κι οι δύο ανήκαν στη σέπτα της Αλμυρής Πεδιάδας. «Ούτε τον Χαν του Τομανέλε, ούτε τον Ντηάρικ του Ρέυν, ούτε και κανέναν άλλο αρχηγό φατρίας».
«Θα τους μιλήσω», είπε ο Ραντ. «Μπορείς να πεις στον Μπρούαν και τους άλλους ότι έχω έρθει;» Ο Ρόινταν ένευσε σοβαρά.
Λοξοκοιτώντας τους άνδρες, η Ενάιλα έσκυψε κοντά στην Τζαλάνι και μίλησε με ψίθυρο που μπορούσες να τον ακούσεις από δέκα βήματα πιο πέρα. «Ξέρεις γιατί τους λένε Κεραυνοπόρους; Επειδή, ακόμα κι όταν στέκονται ακίνητοι, κοιτάζεις τον ουρανό να δεις τις αστραπές». Οι Κόρες ξεράθηκαν στα γέλια.
Ένας νεαρός Κεραυνοπόρος πήδηξε επιτόπου κι έριξε μια κλωτσιά στον αέρα που έφτασε ψηλότερα από το κεφάλι του Ραντ. Ήταν ωραίο παλικάρι, αν κι είχε μια σουφρωμένη άσπρη ουλή που χωνόταν κάτω από το μαύρο πανί που έκρυβε το μάτι που έλειπε. Κι αυτός επίσης φορούσε το κεφαλομάντιλο. «Ξέρετε γιατί οι Κόρες έχουν τη χειρομιλία;» φώναξε, όταν είχε φτάσει στο ψηλότερο σημείο του άλματός του, κι όταν ξαναπάτησε στο χώμα, έκανε μια χαζή γκριμάτσα. Αλλά δεν είχε απευθυνθεί στις Κόρες· μιλούσε στους συντρόφους του, χωρίς να δίνει σημασία στις γυναίκες. «Επειδή ακόμα κι όταν δεν μιλάνε, δεν μπορούν να σταματήσουν να μιλάνε». Οι άνδρες του Σά’μαντ Κόντε γέλασαν με την ψυχή τους, όπως είχαν κάνει κι οι Κόρες.
«Μόνο οι Κεραυνοπόροι θα θεωρούσαν τιμητικό να φρουρούν μια άδεια σκηνή», είπε η Ενάιλα στην Τζαλάνι με θλιμμένο ύφος, κουνώντας το κεφάλι. «Την άλλη φορά που θα ζητήσουν κρασί, αν οι γκαϊ’σάιν τούς φέρουν άδεια ποτήρια να δεις που αυτοί θα μεθύσουν χειρότερα απ’ όσο μεθάμε εμείς με το ουσκουάι».
Όπως φάνηκε, οι Κεραυνοπόροι είχαν κρίνει την Ενάιλα νικήτρια αυτής της αντιπαράθεσης. Ο μονόφθαλμος και μερικοί άλλοι σήκωσαν τις στρογγυλές ασπίδες τους προς το μέρος της και χτύπησαν εκεί πάνω τις λόγχες τους. Αυτή με τη σειρά της απλώς στάθηκε, ακούγοντας για μια στιγμή, και μετά ένευσε και πήρε τη θέση της ανάμεσα στις υπόλοιπες, καθώς ακολουθούσαν τον Ραντ.
Ενώ συλλογιζόταν το Αελίτικο χιούμορ, ο Ραντ περιεργάστηκε το στρατόπεδο. Ευωδιές αναδίδονταν από τις εκατοντάδες φωτιές που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουν: ψωμί που ψηνόταν στα κάρβουνα, ψητό που ροδοκοκκίνιζε σε σούβλες, σούπα που σιγόβραζε σε κατσαρόλες κρεμασμένες από τρίποδα. Οι στρατιώτες πάντα έτρωγαν καλά και συχνά, όταν μπορούσαν· στην εκστρατεία το φαγητό συνήθως ήταν λιγοστό. Οι φωτιές πρόσθεταν κι αυτές τη γλυκερή μυρωδιά τους· στις Πεδιάδες του Μαρέντο είχε περισσότερες σβουνιές βοδιών για να κάψεις παρά ξύλα.
Εδώ κι εκεί, τοξότες και βαλλιστροφόροι και λογχοφόροι πηγαινοέρχονταν φορώντας δερμάτινα γιλέκα με ραμμένους ατσάλινους δίσκους ή απλώς σακάκια με χοντρή επένδυση, όμως οι Δακρυνοί κι οι Καιρχινοί ευγενείς αντιπαθούσαν το πεζικό και προτιμούσαν το ιππικό, κι έτσι περισσότερο εμφανείς ήταν οι έφιπποι. Οι Δακρυνοί φορούσαν κράνη με στρογγυλό γείσο και ραβδώσεις, και θώρακες πάνω από σακάκια με χοντρά μανίκια που είχαν ρίγες στο χρώμα του αντίστοιχου άρχοντα. Οι Καιρχινοί φορούσαν σκούρα σακάκια, ταλαιπωρημένους θώρακες και κράνη που έμοιαζαν με καμπάνες με άνοιγμα για το πρόσωπο. Μικρά λάβαρα που λεγόταν κον, σε κοντούς ιστούς στερεωμένους στην πλάτη, έδειχναν κατώτερους Δακρυνούς ευγενείς και νεότερους γιους ευγενών, και απλούς αξιωματικούς μερικές φορές, αν και ελάχιστοι λαϊκοί Καιρχινοί ανέβαιναν στην ιεραρχία. Το ίδιο, βέβαια, συνέβαινε και με τους Δακρυνούς. Οι δύο εθνότητες δεν συγχρωτίζονταν, και παρ’ όλο που οι Δακρυνοί συχνά κάθονταν μισοσκυμμένοι στις σέλες τους και πάντα χαμογελούσαν με χλευασμό στους Καιρχινούς που τους ζύγωναν, οι Καιρχινοί, οι οποίοι ήταν πιο κοντοί, έβαζαν τα άλογά τους να στέκονται αλύγιστα, σαν να πάσχιζαν να κερδίσουν έστω κι έναν πόντο ύψος ακόμα, και δεν έδιναν την παραμικτή σημασία στους Δακρυνούς. Είχαν κάνει αρκετούς πολέμους μεταξύ τους πριν ο Ραντ τους αναγκάσει να εκστρατεύσουν μαζί.