Κακοντυμένοι, ψαρομάλληδες γέροι αλλά κι αμούστακα παλικαράκια έψαχναν γύρω από τις σκηνές με γερά ραβδιά· πού και πού, έβρισκαν κανέναν αρουραίο, τον οποίο κυνηγούσαν για να τον σκοτώσουν με ένα χτύπημα του ραβδιού τους και τον πρόσθεταν στους άλλους που είχαν κρεμασμένους από τη ζώνη τους. Ένας μυταράς με βρώμικο δερμάτινο γιλέκο χωρίς πουκάμισο, με τόξο στο χέρι και φαρέτρα στη μέση, είχε μια αρμαθιά κοράκια δεμένα μαζί από τα πόδια, που τα ακούμπησε σ’ ένα τραπέζι μπροστά σε μία σκηνή και σε αντάλλαγμα πήρε ένα πουγκί από τον βαριεστημένο Δακρυνό που καθόταν από πίσω. Ελάχιστοι άνθρωποι τόσο κάτω στον Νότο πίστευαν ότι οι Μυρντράαλ χρησιμοποιούσαν ποντίκια και κοράκια κι άλλα τέτοια ζώα για κατασκόπους —μα το Φως, αν εξαιρούσες εκείνους που τους είχαν δει, εδώ στο Νότο σχεδόν κανένας δεν πίστευε ότι υπήρχαν Μυρντράαλ και Τρόλοκ!— αλλά, αφού ο Άρχοντας Δράκοντας ήθελε το στρατόπεδό του απαλλαγμένο από αυτά τα πλάσματα, θα έσπευδαν να τον ευχαριστήσουν, ένας λόγος παραπάνω που ο Άρχοντας Δράκοντας πλήρωνε με ασήμι το κάθε κουφάρι.
Υψώθηκαν ζητωκραυγές, φυσικά· κανείς άλλος εκεί δεν θα τριγυρνούσε με συνοδεία από Κόρες της Λόγχης, κι υπήρχε επίσης το Σκήπτρο του Δράκοντα. «Το Φως να φωτίζει τον Άρχοντα Δράκοντα!» κι «Η Χάρη να χαμογελά στον Άρχοντα Δράκοντα!» κι άλλα τέτοια ακούστηκαν βροχή απ’ όλες τις μεριές. Πολλοί έμοιαζαν ειλικρινείς, αν και δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις όταν το έλεγαν άνδρες με τις αγριοφωνάρες τους. Κάποιοι άλλοι απλώς κοίταζαν παγωμένα ή γυρνούσαν τα άλογά τους κι έφευγαν χωρίς βιασύνη. Στο κάτω-κάτω, δεν ήξερες αν του Ραντ του ερχόταν να πετάξει κεραυνούς ή να ανοίξει τη γη στα δύο· οι άνδρες που διαβίβαζαν κατέληγαν στην τρέλα, και ποιος άραγε ήξερε τι θα έκανε και πότε ένας τρελός; Όλοι πάντως, είτε επευφημούσαν είτε όχι, κοίταζαν επιφυλακτικά τις Κόρες. Ελάχιστοι είχαν συνηθίσει να βλέπουν γυναίκες που να φέρουν όπλα σαν τους άνδρες· εκτός αυτού, ήταν Αελίτισσες, κι όλος ο κόσμος ήξερε ότι οι Αελίτες ήταν εξίσου απρόβλεπτοι με τους τρελούς.
Η φασαρία δεν ήταν τόση ώστε να κρύψει από τον Ραντ τις ομιλίες ανάμεσα στις Κόρες πίσω του.
«Έχει ωραία αίσθηση του χιούμορ. Ποιος είναι;» Είχε μιλήσει η Ενάιλα.
«Το όνομά του είναι Λάιραν», αποκρίθηκε η Σομάρα. «Από το Κοσάιντα Τσαρήν. Νομίζεις ότι έχει χιούμορ, επειδή είπε ότι το αστείο σου ήταν καλύτερο από το δικό του. Πάντως, φαίνεται να έχει δυνατά χέρια». Αρκετές Κόρες χαχάνισαν.
«Εσύ δεν νομίζεις ότι ήταν αστείο αυτό που είπε η Ενάιλα, Ραντ αλ’Θόρ;» Η Σούλιν προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές στο πλάι του. «Δεν γέλασες. Ποτέ δεν γελάς. Μερικές φορές νομίζω ότι δεν έχεις αίσθηση του χιούμορ».
Ο Ραντ σταμάτησε επιτόπου και γύρισε να τις κοιτάξει, τόσο ξαφνικά που αρκετές έπιασαν τα πέπλα τους και κοίταξαν τριγύρω να δουν τι τον είχε ξαφνιάσει. Ξερόβηξε. «Ένας οξύθυμος ηλικιωμένος αγρότης ονόματι Χου είδε ένα πρωί ότι ο πιο καλός του κόκορας είχε ανέβει σε ένα ψηλό δένδρο πλάι στη λιμνούλα του αγροκτήματός του και δεν έλεγε να κατεβεί· πήγε, λοιπόν, στον γείτονά του, τον Γουίλ, για να ζητήσει βοήθεια. Αυτοί οι δύο ήταν στα μαχαίρια μεταξύ τους, όμως στο τέλος ο Γουίλ συμφώνησε κι έτσι πήγαν στη λιμνούλα και σκαρφάλωσαν στο δένδρο, πρώτος ο Χου. Ήθελαν να τρομάξουν τον κόκορα για να κατεβεί, αλλά το πουλί πετούσε ολοένα και πιο ψηλά, κλαρί-κλαρί. Τότε, εκεί που ο Χου κι ο κόκορας κόντευαν να φτάσουν στην κορυφή του δένδρου, με τον Γουίλ ακριβώς από κάτω τους, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, το κλαρί που πατούσε ο Χου έσπασε, κι ο άνθρωπος έπεσε στη λίμνη, τινάζοντας παντού νερά και λάσπες. Ο Γουίλ κατέβηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι από την όχθη άπλωσε το χέρι στον Χου, όμως ο Χου δεν σάλεψε κι έμεινε ανάσκελα εκεί, βουλιάζοντας ολοένα και πιο βαθιά στη λάσπη, ώσπου έβλεπες μόνο τη μύτη του να ξεπροβάλλει από το νερό. Ένας άλλος αγρότης είχε δει τι γινόταν κι ήρθε τρέχοντας κι έβγαλε τον Χου από τη λιμνούλα. “Γιατί δεν πιάστηκες από το χέρι του Γουίλ;” ρώτησε τον Χου. “Παραλίγο θα πνιγόσουν”. “Και γιατί να πάρω το χέρι του;” είπε μουτρωμένος ο Χου. “Τώρα δα πέρασα από μπροστά του και δεν μου είπε ούτε καλημέρα”». Ο Ραντ έμεινε να περιμένει την αντίδρασή τους.
Οι Κόρες αντάλλαξαν ανέκφραστες ματιές. Στο τέλος η Σομάρα είπε, «Τι έγινε η λιμνούλα; Σίγουρα το σημαντικό στην ιστορία είναι το νερό».
Ο Ραντ σήκωσε τα χέρια και ξαναπήρε το δρόμο για το περίπτερο με τις κόκκινες ρίγες. Άκουσε τη Λία να λέει πίσω του, «Νομίζω ότι το είπε για ανέκδοτο».