«Πώς να γελάσουμε, αφού δεν ξέρει τι έγινε με το νερό;» είπε η Μάιρα.
«Το θέμα ήταν ο κόκορας», παρενέβη η Ενάιλα. «Το υδρόβιο χιούμορ είναι παράξενο. Νομίζω πως κάτι είχε να κάνει με τον κόκορα».
Ο Ραντ προσπάθησε να μη τις ακούει.
Οι Υπερασπιστές της Πέτρας πήραν ακόμα πιο καμαρωτή πόζα, καθώς τους πλησίαζε, κι οι δύο που στέκονταν δεξιά κι αριστερά από τα δύο φύλλα με τα χρυσά κρόσσια που ήταν η είσοδος στο κιόσκι, παραμέρισαν ήρεμα και τα άνοιξαν. Το βλέμμα τους κοίταζε αλλού από τις Αελίτισσες.
Ο Ραντ είχε ηγηθεί μια φορά των Υπερασπιστών της Πέτρας, σε έναν απεγνωσμένο αγώνα εναντίον των Μυρντράαλ και των Τρόλοκ στους διαδρόμους της ίδιας της Πέτρας του Δακρύου. Θα ακολουθούσαν όποιον είχε βγει μπροστά για να τους οδηγήσει εκείνη τη βραδιά, όμως το είχε κάνει αυτός.
«Η Πέτρα στέκει ακόμα», είπε ήσυχα. Αυτή ήταν η πολεμική ιαχή τους. Σύντομα χαμόγελα έλαμψαν σε μερικά πρόσωπα πριν ξαναπάρουν την ανέκφραστη όψη τους. Στο Δάκρυ, οι λαϊκοί δεν χαμογελούσαν με τα λεγόμενα ενός άρχοντα, αν δεν ήταν απολύτως βέβαιοι ότι ο άρχοντας ήθελε να χαμογελάσουν.
Οι περισσότερες Κόρες κάθισαν ανακούρκουδα με άνεση εκεί έξω, ακουμπώντας τις λόγχες στα γόνατα, μία στάση που μπορούσαν να διατηρήσουν επί ώρες δίχως να σαλέψουν ούτε έναν μυ, όμως η Σούλιν ακολούθησε μέσα τον Ραντ μαζί με τη Λία, την Ενάιλα και την Τζαλάνι. Αν αυτοί οι Υπερασπιστές ήταν όλοι παιδικοί φίλοι του Ραντ, οι Κόρες και πάλι θα ήταν επιφυλακτικές, αλλά οι άνδρες μέσα δεν ήταν καθόλου φίλοι του.
Πολύχρωμα χαλιά με κρόσσια σκέπαζαν το πάτωμα, όλο Δακρυνούς δαιδάλους και περίτεχνα μοτίβα, και στο κέντρο υπήρχε ένα ογκώδες τραπέζι, σκαλισμένο και επιχρυσωμένο και φανταχτερά στολισμένο με φίλντισι και ταρταρούγα, που μάλλον χρειαζόταν μια άμαξα μόνο του για να μεταφερθεί. Το γεμάτο χάρτες τραπέζι χώριζε δώδεκα Δακρυνούς με ιδρωμένα πρόσωπα από έξι Καιρχινούς, οι οποίοι υπέφεραν ακόμα περισσότερο από τη ζέστη· όλοι κρατούσαν ποτήρια, τα οποία γέμιζαν με παντς διακριτικοί υπηρέτες με χρυσόμαυρες λιβρέες. Όλοι οι ευγενείς φορούσαν μεταξωτά, όμως οι καλοξυρισμένοι Καιρχινοί, που ήταν κοντοί, λειψοί κι ασπριδεροί σε σύγκριση με τους άνδρες στην πέρα μεριά του τραπεζιού, φορούσαν σκούρα, αυστηρά σακάκια, με εξαίρεση χαρωπές οριζόντιες κορδέλες στο στήθος με τα χρώματα του οίκου τους, ενώ οι Δακρυνοί, με τα γένια λαδωμένα και ψαλιδισμένα, ώστε να καταλήγουν σε μυτερές άκρες, φορούσαν σακάκια με επένδυση σε μια φαντασμαγορία χρωμάτων, κόκκινα και κίτρινα και γαλάζια, από σατέν και μπροκάρ υφάσματα ασημοκέντητα και χρυσοκέντητα. Οι Καιρχινοί ήταν σοβαροί, βαρύθυμοι σχεδόν, οι περισσότεροι με ρουφηγμένα μάγουλα, κι είχαν το μπροστινό μέρος του κεφαλιού ξυρισμένο και πουδραρισμένο, όπως ήταν κάποτε η μόδα όχι μόνο για τους άρχοντες αλλά και για τους στρατιώτες της Καιρχίν. Οι Δακρυνοί χαμογελούσαν και μύριζαν τα αρωματισμένα μαντιλάκια και τα αρωματικά σφαιρίδιά τους, που γέμιζαν τον χώρο με τη βαριά ευωδιά τους. Εκτός του παντς, το μόνο κοινό σημείο τους έμοιαζε να είναι τα ανέκφραστα βλέμματα που έριξαν στις Κόρες και μετά η προσποίηση ότι οι Αελίτισσες ήταν αόρατες.
Ο Υψηλός Άρχοντας Γουίραμον, με το γενάκι λαδωμένο και τα μαλλιά να γκριζάρουν, υποκλίθηκε βαθιά. Ήταν ένας από τους τέσσερις Υψηλούς Αρχοντες εκεί, φορώντας περίτεχνες ασημοστόλιστες μπότες, ενώ οι άλλοι ήταν ο τροφαντός Σούναμον με το λιπαρό δέρμα, ο Τόλμεραν, που το μυτερό γενάκι του έμοιαζε να είναι η αιχμή στο κοκαλιάρικο σαν δόρυ κορμί του, κι ο Τορέαν με μια μύτη σαν πατάτα, ο οποίος έμοιαζε πιο πολύ με αγρότη απ’ όσο οι περισσότεροι αγρότες. Όμως ο Ραντ είχε αναθέσει τη διοίκηση στον Γουίραμον. Προς το παρόν. Οι άλλοι οκτώ ήταν κατώτεροι άρχοντες, μερικοί καλοξυρισμένοι, αν κι είχαν κι αυτοί άφθονο γκρίζο στα μαλλιά τους· βρίσκονταν εδώ, επειδή είχαν δώσει όρκο υποταγής σε κάποιον από τους τέσσερις Υψηλούς Άρχοντες, όμως όλοι είχαν εμπειρία από μάχες.
Ο Γουίραμον δεν ήταν κοντός για Δακρυνός, αν κι ο Ραντ ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός του, όμως πάντα θύμιζε στον Ραντ ζωηρό πετεινό, με το στήθος φουσκωμένο και κορδωμένο βήμα. «Υποδεχθείτε τον Άρχοντα Δράκοντα», είπε με μια υπόκλιση, «που σύντομα θα είναι Κατακτητής του Ίλιαν. Υποδεχθείτε τον Άρχοντα του Πρωινού». Οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν σχεδόν ακαριαία, με τους Δακρυνούς να απλώνουν τα χέρια και τους Καιρχινούς να φέρνουν το χέρι στην καρδιά.
Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα. Άρχοντας του Πρωινού ήταν ένας τίτλος του Λουζ Θέριν, τουλάχιστον έτσι έλεγαν οι αποσπασματικές ιστορικές καταγραφές που σώζονταν. Πολλές γνώσεις είχαν χαθεί στο Τσάκισμα του Κόσμου, άλλες είχαν καεί στους Πολέμους των Τρόλοκ και τον Εκατονταετή Πόλεμο, όμως μερικές φορές διασώζονταν ψήγματα που σε ξάφνιαζαν. Ξαφνιάστηκε που η χρήση του τίτλου από τον Γουίραμον δεν είχε δώσει έναυσμα στο τρελό παραλήρημα του Λουζ Θέριν. Και τώρα που το σκεφτόταν, ο Ραντ από τη στιγμή που είχε αποπάρει εκείνη τη φωνή, δεν την είχε ξανακούσει. Απ’ όσο θυμόταν, ήταν η πρώτη φορά που είχε απευθυνθεί στη φωνή με την οποία μοιραζόταν το μυαλό του. Οι πιθανότητες που σήμαινε αυτό, του έφεραν ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά.