«Άρχοντα Δράκοντα;» Ο Σούναμον έτριψε τα παχουλά χέρια του. Προσπαθούσε να μη κοιτάξει το σούφα που ήταν τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι του Ραντ. «Είσαι—;» Κατάπιε τα λόγια του και φόρεσε ένα φιλοφρονητικό χαμόγελο· ίσως δεν σκόπευε να ρωτήσει έναν δυνητικά τρελό —δυνητικά στην καλύτερη περίπτωση— αν ήταν καλά. «Μήπως ο Άρχοντας Δράκοντας θα ήθελε λίγο παντς; Ένα εκλεκτό Λοντανάιλε ανακατεμένο με μελοπέπονο». Ένας λιπόσαρκος Άρχοντας της Χώρας που είχε δώσει όρκο στον Σούναμον, ονόματι Εστεβάν, με σκληρό πηγούνι κι ακόμα πιο σκληρό βλέμμα, έκανε απότομα νόημα, κι ένας υπηρέτης όρμηξε να πάρει ένα χρυσό ποτήρι από ένα τραπεζάκι στον μουσαμαδένιο τοίχο· ένας άλλος έσπευσε να το γεμίσει.
«Όχι», είπε ο Ραντ, και μετά, πιο σθεναρά, «Όχι». Έδιωξε τον υπηρέτη χωρίς να τον έχει καλοδεί. Μήπως ο Λουζ Θέριν το είχε ακούσει; Ίσως έτσι να ήταν ακόμα χειρότερα. Δεν ήθελε να σκεφτεί τώρα αυτή την πιθανότητα· δεν ήθελε να τη σκεφτεί καθόλου. «Μόλις φτάσουν εδώ ο Χηρν κι ο Σίμααν, τα πάντα σχεδόν θα είναι έτοιμα». Εκείνοι οι δύο Υψηλοί Άρχοντες θα έφταναν σε λίγο· ήταν επικεφαλής των τελευταίων μεγάλων ομάδων Δακρυνών στρατιωτών που είχαν φύγει από την Καιρχίν πριν από έναν μήνα. Φυσικά, υπήρχαν και μικρότερες ομάδες καθ’ οδόν προς τον Νότο, και ακόμα περισσότεροι Καιρχινοί. Κι ακόμα περισσότεροι Αελίτες, φυσικά· το ποταμάκι του Άριελ θα τους καθυστερούσε. «Θέλω να δω—»
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι στο περίπτερο είχαν επικρατήσει σιωπή κι ακινησία, με εξαίρεση τον Τορέαν που ξαφνικά έγειρε το κεφάλι για να κατεβάσει μονορούφι το παντς του. Σκούπισε το στόμα με το χέρι κι έτεινε το ποτήρι για να του βάλουν κι άλλο, όμως οι υπηρέτες πάσχιζαν να γίνουν ένα με τους τοίχους με τις κόκκινες ρίγες. Η Σούλιν κι οι άλλες τρεις Κόρες ξαφνικά ορθώθηκαν, έτοιμες να φορέσουν τα πέπλα τους.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
Ο Γουίραμον δίστασε. «Ο Σίμααν κι ο Χηρν... πήγαν στο Χάντον Μιρκ. Δεν θα έρθουν». Ο Τορέαν άρπαξε μια κανάτα με δουλεμένο χρυσάφι από έναν υπηρέτη και γέμισε μόνος το ποτήρι του, χύνοντας παντς στα χαλιά.
«Και γιατί πήγαν εκεί αντί να έρθουν εδώ;» Ο Ραντ δεν ύψωσε τη φωνή του. Ήταν βέβαιος για την απάντηση. Εκείνοι οι δυο —κι άλλοι πέντε Υψηλοί Αρχοντες εκτός απ’ αυτούς— είχαν σταλεί στην Καιρχίν κυρίως για να κρατήσουν απασχολημένους κάποιους οι οποίοι συνωμοτούσαν εναντίον του.
Οι Καιρχινοί άστραψαν μοχθηρά χαμόγελα, που τα μισοέκρυψαν υψώνοντας βιαστικά τα ποτήρια τους. Ο Σεμάραντριντ, ο ανώτερός τους, με πολύχρωμες κορδέλες στο σακάκι που έφταναν κάτω από τη μέση, χαμογελούσε απροκάλυπτα. Ένας μακρυμούρης με άσπρες πινελιές στους κροτάφους και μαύρα μάτια με σκληρό βλέμμα που έσπαζε πέτρα, προχωρούσε αλύγιστος εξαιτίας πληγών που έφερε από τον εμφύλιο πόλεμο της πατρίδας του, αλλά χώλαινε επειδή είχε τραυματιστεί πολεμώντας το Δάκρυ. Ο κύριος λόγος που συνεργαζόταν με τους Δακρυνούς ήταν ότι δεν ήταν Αελίτες. Από την άλλη όμως, ο κύριος λόγος που οι Δακρυνοί συνεργάζονταν μαζί τους ήταν ότι οι Καιρχινοί δεν ήταν Αελίτες.
Στον Ραντ απάντησε ένας συμπατριώτης του Σεμάραντριντ, ένα αρχοντόπουλο ονόματι Μένεριλ, που έφερε τα διακριτικά του Σεμάραντριντ στο σακάκι του, ενώ στο πρόσωπο ο εμφύλιος τού είχε αφήσει μια ουλή που χάριζε στο στόμα του ένα μόνιμο σαρδόνιο χαμόγελο. «Σε πρόδωσαν, Άρχοντα Δράκοντα. Σε πρόδωσαν κι εξεγέρθηκαν».
Ο Γουίραμον ίσως δίσταζε να ξεστομίσει αυτά τα λόγια κατάμουτρα στον Ραντ, όμως δεν θα άφηνε έναν ξένο να μιλήσει εκ μέρους του. «Ναι, εξεγέρθηκαν», έσπευσε να πει, αγριοκοιτάζοντας τον Μένεριλ, αλλά έχοντας ανακτήσει το σύνηθες πομπώδες ύφος του. «Κι όχι μόνο αυτοί, Άρχοντα Δράκοντα. Οι Υψηλοί Άρχοντες Ντάρλιν και Τεντόσιαν κι η Υψηλή Αρχόντισσα Εστάντα είναι επίσης μαζί τους. Που να καεί η ψυχή μου! Όλοι έβαλαν τα ονόματά τους σε μια επιστολή με την οποία σε αψηφούν! Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι αναμεμιγμένοι άλλοι είκοσι ή τριάντα κατώτεροι ευγενείς, μερικοί εκ των οποίων ουσιαστικά είναι αγρότες με τίτλο ευγενείας. Το Φως να τους κάψει, τους ανόητους!»
Ο Ραντ ένιωσε σχεδόν θαυμασμό για τον Ντάρλιν. Ο άνθρωπος τού είχε αντιταχθεί απροκάλυπτα από την αρχή, είχε διαφύγει όταν είχε πέσει η Πέτρα, και προσπαθούσε να οργανώσει αντίσταση μεταξύ των ευγενών των επαρχιών. Ο Τεντόσιαν κι η Εστάντα ήταν άλλη περίπτωση. Όπως ο Χηρν κι ο Σίμααν, του χάριζαν υποκλίσεις και χαμόγελα, τον αποκαλούσαν Άρχοντα Δράκοντα κι έστηναν πλεκτάνη πίσω από την πλάτη του. Τώρα του ξεπλήρωναν την ανοχή του. Δεν ήταν να απορεί που ο Τορέαν έχυνε παντς στη γενειάδα του με τις άσπρες πινελιές καθώς έπινε· είχε στενές σχέσεις με τον Τεντόσιαν, αλλά κι επίσης με τον Χηρν και τον Σίμααν.