Выбрать главу

«Όχι μόνο σε αψηφούν γραπτώς», είπε ο Τόλμεραν με παγερή φωνή. «Γράφουν ότι είσαι ένας ψεύτικος Δράκοντας, ότι η άλωση της Πέτρας και το ότι τράβηξες το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί, ήταν απλώς τεχνάσματα των Άες Σεντάι». Στον τόνο του πλανιόταν μια υποψία ερώτησης· δεν ήταν στην Πέτρα του Δακρύου τη νύχτα που την είχε αλώσει ο Ραντ.

«Εσύ τι πιστεύεις, Τόλμεραν;» Ήταν ένας ισχυρισμός που θα φαινόταν θελκτικός, σε μια χώρα όπου η διαβίβαση ήταν εκτός νόμου πριν ο Ραντ τον αλλάξει, όπου απλώς ανέχονταν τις Άες Σεντάι, όπου η Πέτρα του Δακρύου έστεκε απόρθητη κοντά στα τρεις χιλιάδες χρόνια προτού την καταλάβει ο Ραντ. Κι ήταν ένας γνώριμος ισχυρισμός. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν θα έβρισκε Λευκομανδίτες στις τάξεις τους όταν κρεμούσε από τις φτέρνες αυτούς τους αντάρτες. Κατά τη γνώμη του, όμως, ο Πέντρον Νάιαλ ήταν έξυπνος και δεν θα έπεφτε σε τέτοιο σφάλμα.

«Νομίζω ότι τράβηξες το Καλαντόρ», είπε ο λιγνός άνδρας μετά από μια στιγμή. «Νομίζω ότι είσαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας». Και τις δύο φορές είχε τονίσει το «νομίζω». Ο Τόλμεραν είχε θάρρος. Ο Εστεβάν ένευσε· αργά, αλλά ένευσε. Αλλος ένας με θάρρος.

Ακόμα κι αυτοί, όμως, δεν έκαναν την προφανή ερώτηση, αν ο Ραντ ήθελε να ξετρυπώσουν τους αντάρτες Ο Ραντ δεν ξαφνιάστηκε. Κατ’ αρχάς, το Χάντον Μιρκ δεν ήταν εύκολο μέρος για να ξετρυπώσεις κάποιον· ήταν ένα πελώριο, κουβαριασμένο δάσος, δίχως χωριά, δρόμους ή, έστω, μονοπάτια Στην ανώμαλη ορεινή περιοχή του βόρειου άκρου του, θα ήσουν τυχερός αν είχες διανύσει λίγα μίλια μετά από μια κοπιαστική μέρα, κι οι στρατοί μπορούσαν να κάνουν ελιγμούς μέχρι να σωθούν τα τρόφιμά τους δίχως να βρουν τον αντίπαλο. Και το σημαντικότερο ίσως, αν έκανε κανείς αυτή την ερώτηση, θα προκαλούσε υποψίες ότι ήθελε να ηγηθεί της εκστρατείας, κι ένας τέτοιος εθελοντής θα προκαλούσε υποψίες ότι ήθελε να συμμαχήσει με τον Ντάρλιν κι όχι να τον κρεμάσει από τις φτέρνες. Οι Δακρυνοί μπορεί να μην έπαιζαν το Ντάες Νταε’μάρ, το Παιχνίδι των Οίκων, με τον τρόπο που το έπαιζαν οι Καιρχινοί —εκείνοι διάβαζαν βιβλία ολόκληρα σε μια ματιά σου κι άκουγαν περισσότερα σε μια πρόταση απ’ όσα είχες την πρόθεση να εννοήσεις— αλλά δεν έπαυαν να μηχανορραφούν και να παρακολουθούν ο ένας τον άλλο, να υποψιάζονται πλεκτάνες, και να πιστεύουν πως όλοι έκαναν το ίδιο.

Πάντως τον Ραντ τον βόλευε να αφήσει τους αντάρτες εκεί που ήταν τώρα. Έπρεπε να αφιερώσει όλη του την προσοχή στο Ίλιαν· έπρεπε να φανεί εκεί πέρα. Αλλά δεν μπορούσε να φανεί μαλακός. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα στρέφονταν εναντίον του, όμως, είτε ερχόταν η Τελευταία Μάχη είτε όχι, μόνο δύο πράγματα εμπόδιζαν τους Δακρυνούς και τους Καιρχινούς να πιαστούν στα χέρια. Μπροστά στους Αελίτες, προτιμούσαν οι μεν τους δε, αν και μετά βίας, κι επίσης φοβούνταν την οργή του Αναγεννημένου Δράκοντα. Αν έχαναν αυτό τον φόβο, θα επιχειρούσαν να αλληλοσκοτωθούν πριν προλάβεις να πεις Φύλακας της Ομίχλης.

«Θέλει κανείς να τους υπερασπιστεί;» ρώτησε. «Ξέρει κανείς αν υπάρχουν ελαφρυντικά;» Αν ήξερε κανείς, τα κρατούσε μέσα του· μαζί με τους υπηρέτες, υπήρχαν εκεί περίπου είκοσι τέσσερα ζευγάρια μάτια που τον παρακολουθούσαν, περιμένοντας. Ίσως πιο προσηλωμένοι να ήταν οι υπηρέτες. Η Σούλιν κι οι Κόρες κοίταζαν τους πάντες εκτός απ’ αυτόν. «Τότε, εκπίπτουν από τους τίτλους τους, και τα κτήματα κι η γη τους κατάσχονται. Ετοιμάστε εντάλματα σύλληψης για όσους είναι γνωστά τα ονόματά τους. Άνδρες και γυναίκες». Αυτό ίσως να παρουσίαζε ένα πρόβλημα· στο Δάκρυ, η ποινή της εξέγερσης ήταν ο θάνατος. Είχε αλλάξει μερικούς νόμους, όμως όχι αυτόν, και τώρα ήταν πολύ αργά. «Να κοινοποιηθεί παντού ότι όποιος σκοτώσει έναν απ’ αυτούς, θα πάρει χάρη για το έγκλημα, κι όποιος τους βοηθήσει, θα κατηγορηθεί για προδοσία. Όποιοι παραδοθούν, θα τους χαριστεί η ζωή», κάτι που ίσως έλυνε το πρόβλημα της Εστάντα —δεν θα διέταζε την εκτέλεση μιας γυναίκας— αν έβρισκε κάποια διέξοδο, «αλλά όσοι συνεχίσουν θα κρεμαστούν».

Οι ευγενείς ανασάλεψαν ανήσυχα και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, είτε Δακρυνοί είτε Καιρχινοί. Μερικοί έγιναν κατάχλωμοι. Περίμεναν τη θανατική καταδίκη —δεν γινόταν αλλιώς, στα πρόθυρα πολέμου— αλλά η έκπτωση από τους τίτλους ήταν κάτι που ολοφάνερα τους σόκαρε. Παρά τους νόμους που είχε αλλάξει ο Ραντ και στις δύο χώρες, παρόλο που τώρα οι ευγενείς σέρνονταν στους δικαστές και κατέληγαν να κρεμαστούν, αν είχαν κάνει έγκλημα ή τους επιβαλλόταν πρόστιμο στην περίπτωση που είχαν διαπράξει επίθεση, παρ’ όλα αυτά θεωρούσαν ότι ήταν διαφορετικοί από γεννησιμιού τους, ότι υπήρχε μια φυσική τάξη στην οποία αυτοί ήταν δικαιωματικά τα λιοντάρια κι οι λαϊκοί τα πρόβατα. Ο Υψηλός Άρχοντας που ανέβαινε στο ικρίωμα πέθαινε ως Υψηλός Άρχοντας, αλλά ο Ντάρλιν κι οι υπόλοιποι θα πέθαιναν ως χωριάτες, κάτι που γι’ αυτούς ήταν χειρότερο από τον θάνατο. Οι υπηρέτες ήταν έτοιμοι με τις καράφες τους, περιμένοντας να γεμίσουν τα ποτήρια που κόντευαν να αδειάσουν. Ενώ τα χαρακτηριστικά τους ήταν ανέκφραστα, όπως πάντα, σε μερικά μάτια έμοιαζε να υπάρχει μια χαρά που δεν υπήρχε νωρίτερα.