«Τώρα που το ξεκαθαρίσαμε αυτό», είπε ο Ραντ, βγάζοντας το σούφα, καθώς πλησίαζε στο τραπέζι, «ας δούμε τους χάρτες. Ο Σαμαήλ είναι σημαντικότερος από μια χούφτα βλάκες που σαπίζουν στο Χάντον Μιρκ». Ευχήθηκε να σάπιζαν. Που να τους έκαιγε το Φως!
Το στόμα του Γουίραμον σφίχτηκε κι ο Τόλμεραν γρήγορα έδιωξε το κατσούφιασμά του. Το πρόσωπο του Σούναμον ήταν τόσο γαλήνιο που το περνούσες για μάσκα. Οι άλλοι Δακρυνοί έμοιαζαν να έχουν τις αμφιβολίες τους, όπως κι οι Καιρχινοί, αν κι ο Σεμάραντριντ τις έκρυβε καλά. Μερικοί είχαν δει Μυρντράαλ και Τρόλοκ στην επίθεση στην Πέτρα, και κάποιοι είχαν δει τη μονομαχία του με τον Σαμαήλ στην Καιρχίν, αλλά θεωρούσαν πως ο ισχυρισμός του ότι οι Αποδιωγμένοι είχαν απελευθερωθεί, ήταν ένα σύμπτωμα της παραφροσύνης του. Είχε ακούσει να ψιθυρίζεται ότι ο ίδιος είχε προκαλέσει τις καταστροφές στην Καιρχίν, ότι είχε επιτεθεί αδιακρίτως σε φίλους κι εχθρούς. Κρίνοντας από την έκφραση στο τραχύ πρόσωπο της Λία, κάποιος απ’ αυτούς θα δεχόταν μια λόγχη Κόρης στα πλευρά του, αν δεν πρόσεχε πώς κοίταζε τον Ραντ.
Συγκεντρώθηκαν, όμως, γύρω από το τραπέζι καθώς ο Ραντ άφηνε κάτω το σούφα κι έψαχνε τα στρώματα των χαρτών. Ο Μπασίρε είχε δίκιο· ο τρελός που νικούσε, θα είχε ανθρώπους να τον ακολουθήσουν. Όσο νικούσε. Πάνω που έβρισκε τον χάρτη που ήθελε, ένα λεπτομερειακό σχέδιο της ανατολικής πλευράς του Ίλιαν, κατέφθασαν οι Αελίτες αρχηγοί.
Πρώτος μπήκε ο Μπρούαν του Νακάι Άελ, έχοντας ακριβώς πίσω του τον Τζέραν του Σάαραντ, τον Ντηάρικ του Ρέυν, τον Χαν του Τομανέλε, και τον Έριμ του Τσαρήν, οι οποίοι ανταπέδωσαν τα νεύματα στη Σούλιν και στις τρεις Κόρες. Ο Μπρούαν, ένας θεόρατος άνδρας με θλιμμένα γκρίζα μάτια, ήταν ουσιαστικά ο αρχηγός των πέντε φατριών που ο Ραντ είχε στείλει ως τώρα στον Νότο. Οι άλλοι δεν είχαν φέρει αντιρρήσεις· το παράδοξα νωθρό φέρσιμό του δεν έδειχνε τις πολεμικές του ικανότητες. Φορούσαν καντιν’σόρ, με τα σούφα να κρέμονται λυμένα στο σβέρκο τους, κι ήταν άοπλοι, με εξαίρεση τα βαριά μαχαίρια που είχαν περασμένα στη ζώνη, αλλά βέβαια, κανένας Αελίτης δεν ήταν πραγματικά άοπλος, ακόμα κι αν είχε μόνο τα χέρια και τα πόδια του.
Οι Καιρχινοί απλώς έκαναν ότι οι Αελίτες δεν ήταν εκεί, αλλά οι Δακρυνοί φρόντισαν να κοιτάξουν χλευαστικά και να μυρίσουν επιδεικτικά τα αρωματικά σφαιρίδια και τα αρωματισμένα μαντιλάκια τους. Το Δάκρυ είχε χάσει μόνο την Πέτρα από τους Αελίτες, και αυτό με τη βοήθεια του Αναγεννημένου Δράκοντα, όπως πίστευαν —ή με τη βοήθεια των Άες Σεντάι — αλλά η Καιρχίν είχε λεηλατηθεί δύο φορές απ’ αυτούς, δύο φορές είχε ηττηθεί και ταπεινωθεί.
Εκτός του Χαν, οι Αελίτες αγνόησαν όλους τους υπόλοιπους. Ο Χαν, ασπρομάλλης, με πρόσωπο σαν τσαλακωμένο πετσί, τους αγριοκοίταξε με φονική ματιά. Ήταν εύθικτος, ακόμα και υπό τις καλύτερες συνθήκες, και την κατάσταση χειροτέρευε το ότι κάποιοι Δακρυνοί τον έφταναν στο μπόι. Ο Χαν ήταν κοντός για Αελίτης —κάτι που σήμαινε ψηλός για τους υδρόβιους— κι ευαίσθητος γι’ αυτό όσο ήταν κι η Ενάιλα. Και, φυσικά, οι Αελίτες, περισσότερο απ’ όλους τους υδρόβιους αποστρέφονταν τους «δενδροφονιάδες», ένα όνομα που είχαν δώσει στους Καιρχινούς. Το άλλο όνομα που τους είχαν δώσει ήταν «επίορκοι».
«Οι Ιλιανοί», είπε σταθερά ο Ραντ, ισιώνοντας τον χάρτη. Έβαλε το Σκήπτρο του Δράκοντα να κρατήσει τη μια άκρη του χάρτη κι ένα χρυσοστόλιστο μελανοδοχείο με το ανάλογο δοχείο άμμου στην άλλη. Δεν ήθελε να αρχίσουν αυτοί εκεί να σκοτώνονται μεταξύ τους. Δεν φανταζόταν ότι θα έφταναν σ’ αυτό το σημείο — τουλάχιστον όσο ήταν ο ίδιος εκεί. Στα παραμύθια, οι σύμμαχοι κατέληγαν να εμπιστευτούν και να συμπαθήσουν ο ένας τον άλλο· αμφέβαλλε πολύ για το αν εδώ θα συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Οι Πεδιάδες του Μαρέντο με τα διαδοχικά υψωματάκια έφταναν κι έμπαιναν λιγάκι μέσα στο Ίλιαν, απ’ όπου ξεκινούσαν δασώδεις λόφοι, οι οποίοι σταματούσαν αρκετά πριν από τον ποταμό Μανεθερεντρέλε και τον Σαλ, τον παραπόταμό του που άρχιζε από κει. Πέντε σταυροί με μελάνι σε απόσταση, στον χάρτη, δέκα μιλίων μεταξύ τους, έδειχναν την ανατολική πλευρά εκείνων των λόφων. Τους λόφους Ντόιρλον.