Ο Ραντ έβαλε το δάχτυλο στο μεσαίο σταυρό. «Είσαι σίγουρος ότι ο Σαμαήλ δεν πρόσθεσε καινούρια στρατόπεδα;» Μια μικρή γκριμάτσα του Γουίραμον τον έκανε να ξεσπάσει εκνευρισμένος, «Ο Άρχοντας Μπρεντ, αν προτιμάς λοιπόν, ή το Συμβούλιο των Εννέα ή ο Μάτιν Στεπάνεος ντεν Μπάλγκαρ, αν θες τον ίδιο τον βασιλιά. Ακόμα έτσι είναι;»
«Αυτό λένε οι ανιχνευτές μας», είπε γαλήνια ο Τζέραν. Λιγνός με τη λιγνάδα λεπίδας, το ανοιχτοκάστανα μαλλιά του είχαν πλήθος ανταύγειες γκρίζου κι ήταν πάντα γαλήνιος τώρα που η τετρακοσίων χρονών βεντέτα αίματος με το Γκόσιεν Άελ είχε λήξει με τον ερχομό του Ραντ. «Το Σόβιν Νάι και το Ντουάντε Μάχντι’ιν τους παρακολουθούν στενά». Ένευσε ικανοποιημένος, το ίδιο κι ο Ντηάρικ. Ο Τζέραν ήταν Μαχαιροκράτης πριν γίνει αρχηγός, κι ο Ντηάρικ Ντουάντε Μάχντι’ιν, Αναζητητής Νερού. «Αν υπάρχουν αλλαγές, θα τις μάθουμε σε πέντε μέρες από τους αγγελιαφόρους».
«Οι ανιχνευτές μου πιστεύουν ότι έτσι είναι», είπε ο Γουίραμον, σαν να μην είχε μιλήσει ο Τζέραν. «Στέλνω καινούριο απόσπασμα κάθε βδομάδα. Κάνουν έναν μήνα για να πάνε και να έρθουν, αλλά σε διαβεβαιώνω ότι είμαι καλά ενημερωμένος, ανάλογα με τις αποστάσεις».
Τα πρόσωπα των Αελιτών έμοιαζαν να είναι σκαλισμένα σε πέτρα.
Ο Ραντ αγνόησε την αντιπαράθεσή τους. Είχε ξαναδοκιμάσει να γεφυρώσει τα χάσματα μεταξύ Δακρυνών, Καιρχινών κι Αελιτών, αλλά αυτά παρέμεναν ως είχαν όταν γύριζε την πλάτη. Ήταν άδικος κόπος.
Όσο για τα στρατόπεδα... Ήξερε ότι έμεναν μόνο πέντε ακόμα· τα είχε επισκεφθεί, κατά έναν τρόπο. Υπήρχε ένα... μέρος... στο οποίο ήξερε πώς να μπαίνει, ένα παράξενο, ακατοίκητο είδωλο του πραγματικού κόσμου, κι είχε περπατήσει στα ξύλινα τείχη των μεγάλων φρουρίων που ήταν χτισμένα σε κείνους τους λόφους. Ήξερε την απάντηση σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που σκόπευε να κάνει, αλλά έπαιζε με σχέδια μέσα σε άλλα σχέδια, σαν βάρδος που έκανε ταχυδακτυλουργικά κόλπα με τη φωτιά. «Κι ο Σαμαήλ συνεχίζει να φέρνει κι άλλους άνδρες;» Αυτή τη φορά, έδωσε έμφαση στο όνομα. Η έκφραση των Αελιτών δεν άλλαξε —αν ήταν ελεύθεροι οι Αποδιωγμένοι, ε τότε ήταν ελεύθεροι· έπρεπε να αντιμετωπίζεις τον κόσμο όπως ήταν, όχι όπως θα ήθελες να είναι— όμως οι άλλοι τον κοίταξαν νευρικά, ανήσυχα. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να το συνηθίσουν. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να το πιστέψουν.
«Όσους άνδρες στο Ίλιαν μπορούν να κρατήσουν δόρυ χωρίς να σκοντάψουν πάνω του, τουλάχιστον έτσι φαίνεται», είπε ο Τόλμεραν βλοσυρά. Αδημονούσε κι αυτός να πολεμήσει με τους Ιλιανούς όσο οι Δακρυνοί —τα δύο έθνη μισούσαν το ένα το άλλο από τότε που είχαν πλαστεί από τα συντρίμμια της αυτοκρατορίας του Αρτουρ του Γερακόφτερου· η ιστορία τους ήταν γεμάτη πολέμους που ξεκινούσαν από την παραμικρή πρόφαση— αλλά αντίθετα από τους άλλους Υψηλούς Αρχοντες, δεν φαινόταν να πιστεύει ότι μπορούσες να νικήσεις σε όλες τις μάχες με μια καλή επέλαση. «Όσοι ανιχνευτές επιστρέφουν, αναφέρουν ότι τα στρατόπεδα είναι μεγαλύτερα κι έχουν πιο επίφοβα αμυντικά μέτρα».
«Θα έπρεπε να ξεκινήσουμε τώρα, Άρχοντα Δράκοντα», είπε με ένταση ο Γουίραμον. «Που το Φως να κάψει την ψυχή μου, μπορώ να πιάσω τους Ιλιανούς με τα παντελόνια κατεβασμένα στους αστραγάλους. Μόνοι τους καθηλώθηκαν. Δεν έχουν σχεδόν καθόλου ιππικό! Θα τους συντρίψω και θα ανοίξω δρόμο για την πόλη». Στο Ίλιαν, όπως στο Δάκρυ και στην Καιρχίν, η «πόλη» ήταν η πόλη που είχε δώσει το όνομά της στη χώρα. «Που να καούν τα μάτια μου, σε ένα μήνα το λάβαρό σου θα κυματίζει πάνω από το Ίλιαν. Σε δύο μήνες το πολύ». Κοιτώντας τους Καιρχινούς, πρόσθεσε με ύφος σαν να του ξερίζωναν τις λέξεις μία-μία. «Ο Σεμάραντριντ κι εγώ». Ο Σεμάρανιριντ υποκλίθηκε ελαφρώς. Ελαφρότατα.
«Όχι», είπε κοφτά ο Ραντ. Το σχέδιο του Γουίραμον τους έστελνε στον όλεθρο. Περισσότερα από διακόσια πενήντα μίλια χώριζαν το στρατόπεδο από τα μεγάλα φρούρια του Σαμαήλ, σε μια πεδιάδα γεμάτη γρασίδι, όπου ένα ύψωμα δεκαπέντε μέτρων θεωρείτο ψηλός λόφος, κι ένα δασάκι έκτασης δύο τομαριών ολόκληρο δάσος. Κι ο Σαμαήλ, επίσης, είχε ανιχνευτές· κάθε κοράκι και κάθε ποντίκι μπορεί να ήταν ανιχνευτής του Σαμαήλ. Διακόσια πενήντα μίλια. Δώδεκα με δεκατρείς μέρες δρόμος για τους Δακρυνούς και τους Καιρχινούς, με λίγη τύχη. Οι Αελίτες μπορούσαν να τον κάνουν σε πέντε μέρες, αν προσπαθούσαν —ένας μοναχικός ανιχνευτής ή δύο μπορούσαν να μετακινηθούν ταχύτερα από έναν στρατό, ακόμα και στους Αελίτες— αλλά αυτοί δεν συμπεριλαμβανόταν στα σχέδια του Γουίραμον. Πολύ προτύ ο Γουίραμον φτάσει τους λόφους Ντόιρλον, ο Σαμαήλ θα ήταν έτοιμος να συντρίψει τους Δακρυνούς, κι όχι το αντίθετο. Ήταν ένα ανόητο σχέδιο. Πιο ανόητο κι από το άλλο που τους είχε πει ο Ραντ. «Λάβατε τις διαταγές σας. Θα παραμείνετε εδώ μέχρι να φτάσει ο Ματ για να αναλάβει τη διοίκηση, κι ακόμα και τότε κανείς δεν θα το κουνήσει ρούπι, αν δεν βεβαιωθώ ότι έχω αρκετές δυνάμεις εδώ. Έρχονται κι άλλοι, Δακρυνοί, Καιρχινοί, Αελίτες. Θέλω να τσακίσω τον Σαμαήλ, Γουίραμον. Να τον τσακίσω τελειωτικά και να θέσω το Ίλιαν υπό το Λάβαρο του Δράκοντα». Αυτό, τουλάχιστον, ήταν αληθινό. «Μακάρι να ήμουν μαζί σας, όμως πρέπει ακόμη να έχω στραμμένη την προσοχή μου στο Άντορ».