Выбрать главу

Ο Γουίραμον πήρε μια ξινή έκφραση, η γκριμάτσα του Σεμάραντριντ θα έκανε το κρασί στο παντς του ξίδι, κι ο Τόλμεραν ήταν τόσο ανέκφραστος, ώστε η αποδοκιμασία του ήταν ολοφάνερη σαν γροθιά στη μύτη. Στην περίπτωση του Σεμάραντριντ, αυτό που προκαλούσε ανησυχία ήταν η καθυστέρηση. Είχε επισημάνει πολλές φορές ότι μπορεί μεν με κάθε μέρα που περνούσε να έφταναν κι άλλοι άνδρες εδώ, αλλά το ίδιο συνέβαινε και στα φρούρια του Ίλιαν. Σίγουρα το σχέδιο του Γουίραμον ήταν αποτέλεσμα δικής του παρακίνησης, αν και θα μπορούσε να είχε καταστρώσει κάποιο καλύτερο. Οι αμφιβολίες του Τόλμεραν επικεντρώνονταν στον Ματ. Παρ’ όλα όσα είχε ακούσει από τους Καιρχινούς για τη δεξιοτεχνία του Ματ στη μάχη, ο Τόλμεραν τα θεωρούσε κολακείες ανόητων προς ένα χωριατόπαιδο που τύχαινε να είναι φίλος του Αναγεννημένου Δράκοντα. Οι αντιρρήσεις ήταν έντιμες, κι ειδικά του Σεμάραντριντ ήταν βάσιμες —αν το σχέδιο που τους είχε δοθεί δεν ήταν κάτι παραπάνω από προπέτασμα καπνού. Ήταν απίθανο ο Σαμαήλ να βασιζόταν αποκλειστικά στα ποντίκια και στα κοράκια για να κατασκοπεύει. Ο Ραντ υπέθετε ότι υπήρχαν επίσης άνθρωποι στο στρατόπεδο που κατασκόπευαν και για άλλους Αποδιωγμένους, πιθανότατα και για τις Άες Σεντάι.

«Θα γίνει όπως ορίζεις, Άρχοντα Δράκοντα», είπε βαριά ο Γουίραμον. Ο άνθρωπος ήταν γενναίος στο πεδίο της μάχης, αλλά τυφλός κι ανόητος που δεν μπορούσε να σκεφτεί πιο πέρα από τη δόξα της επέλασης, το μίσος του για τους Ιλιανούς, την περιφρόνηση του για τους Καιρχινούς και τους Αελίτες «αγρίους». Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι ο Γουίραμον ήταν ακριβώς ο άνθρωπος που χρειαζόταν. Ο Τόλμεραν κι ο Σεμάραντριντ δεν θα ξεκινούσαν νωρίτερα απ’ όσο έπρεπε, όσο είχε τα ηνία ο Γουίραμον.

Συνέχισαν να συζητούν πολλή ώρα, ενώ ο Ραντ άκουγε κι έκανε πού και πού κάποια ερώτηση. Δεν υπήρχαν περαιτέρω αντιρρήσεις, περαιτέρω υποδείξεις για να γίνει η επίθεση τώρα, ούτε καθόλου συζήτηση για την επίθεση. Ο Ραντ ρωτούσε τον Γουίραμον και τους άλλους μόνο για άμαξες, για άμαξες και το φορτίο τους. Στις Πεδιάδες του Μαρέντο υπήρχαν ελάχιστα χωριά, κι αυτά τα λίγα απείχαν μεταξύ τους· μόνη πόλη ήταν το Φαρ Μάντινγκ στον Βορρά, κι ελάχιστη καλλιεργημένη γη που μόλις έφτανε να θρέψει τους ανθρώπους που βρίσκονταν ήδη εκεί. Ένας τεράστιος στρατός θα χρειαζόταν ένα συνεχές ποτάμι από άμαξες από το Δάκρυ που να μεταφέρει τα πάντα, από αλεύρι για ψωμί μέχρι καρφιά για τα πέταλα. Με εξαίρεση τον Τόλμεραν, οι Υψηλοί Άρχοντες είχαν τη γνώμη ότι ο στρατός μπορούσε να μεταφέρει μαζί του ό,τι χρειαζόταν για να διασχίσει την πεδιάδα, και μετά θα μπορούσε να βρει τα αναγκαία στο Ίλιαν· έμοιαζαν κατά κάποιον τρόπο να απολαμβάνουν τη σκέψη ότι θα ρήμαζαν τις περιοχές του πανάρχαιου εχθρού τους σαν σύννεφο από ακρίδες. Οι Καιρχινοί είχαν διαφορετική γνώμη, ειδικά ο Σεμάραντριντ κι ο Μένεριλ. Δεν είχαν λιμοκτονήσει μόνο οι λαϊκοί στον εμφύλιο πόλεμο της Καιρχίν και στην πολιορκία της πρωτεύουσας τους από το Σάιντο. Το Ίλιαν ήταν πλούσια περιοχή, ακόμα και οι λόφοι Ντόιρλον είχαν αγροκτήματα κι αμπελώνες, όμως ο Σεμάραντριντ και ο Μένεριλ δεν ήθελαν να εμπιστευτούν την κοιλιά των στρατιωτών τους σε αβέβαιες λεηλασίες αν υπήρχε άλλος τρόπος. Όσο για τον Ραντ, αυτός δεν ήθελε να πάθει το Ίλιαν χειρότερα απ’ όσο ήταν αναπόφευκτο.

Δεν πίεσε κανέναν. Ο Σούναμον τον διαβεβαίωσε ότι έφτιαχναν τις άμαξες, κι είχε μάθει εδώ και καιρό ότι δεν μπορούσες να πεις στον Ραντ κάτι και να κάνεις κάτι άλλο. Συγκέντρωναν προμήθειες απ’ όλο το Δάκρυ, παρ’ όλο που ο Γουίραμον έκανε γκριμάτσες ανυπομονησίας για την όλη ιδέα κι ο Τορέαν ίδρωνε και μουρμούριζε για το κόστος. Το σημαντικό, όμως, ήταν ότι το σχέδιο που τους είχε δώσει προχωρούσε — και αυτό το έβλεπαν όλοι.

Κατά την αναχώρησή του, έπρεπε να επαναληφθούν οι πομπώδεις χαιρετισμοί κι οι περίκομψες υποκλίσεις, ενώ ο ίδιος τύλιγε το σούφα στο κεφάλι του και ξανάπιανε το Σκήπτρο του Δράκοντα· τους άκουσε να τον προσκαλούν με μισή καρδιά να μείνει για δείπνο, άκουσε τις εξίσου ανειλικρινείς προσφορές τους να παρευρίσκονται στην επιστροφή του αφού δεν μπορούσε να μείνει για να απολαύσει την ευωχία που θα ετοίμαζαν. Τόσο οι Δακρυνοί όσο κι οι Καιρχινοί απέφευγαν κατά το δυνατόν την παρέα του Αναγεννημένου Δράκοντα, προσέχοντας μη χάσουν την εύνοιά του. Κυρίως ήθελαν να βρίσκονται αλλού όταν διαβίβαζε. Τον συνόδευσαν ως την έξοδο της σκηνής και μερικά βήματα πιο πέρα, φυσικά, αλλά καθώς έφευγε, ο αναστεναγμός του Σούναμον ακούστηκε ολοκάθαρα, κι ο Ραντ άκουσε τον Τορέαν να χασκογελά από ανακούφιση.