Όταν έφυγαν, ο Ραντ στάθηκε, κοιτώντας με μισόκλειστα μάτια τον ήλιο που έγερνε προς τον ορίζοντα. Ο Χαν επαναλάμβανε την ιστορία του μαχαιρώματος και, φεύγοντας, οι αρχηγοί ξαναγελούσαν πνιχτά. Ο Ραντ χτύπησε την πίπα στην παλάμη του και πάτησε τον καμένο καπνό στο χώμα. Είχε ακόμα χρόνο μέχρι να επιστρέψει στο Κάεμλυν και να συναντήσει τον Μπασίρε, αλλά ξαναμπήκε στη σκηνή και κάθισε παρακολουθώντας τον ήλιο που έδυε. Όταν άγγιξε τον ορίζοντα, έχοντας γίνει κατακόκκινος σαν αίμα, η Ενάιλα κι η Σομάρα του έφεραν ένα πιάτο με μια στοίβα κομμάτια βραστού αρνιού που έφταναν για δύο, ένα καρβέλι ψωμί και μια κανάτα με τσάι δυόσμου, την οποία είχαν βάλει σε ένα κουβά νερό για να παραμείνει δροσερή.
«Δεν τρως αρκετά», είπε η Σομάρα, προσπαθώντας να του στρώσει τα μαλλιά προτού εκείνος τραβήξει το κεφάλι του.
Η Ενάιλα τον κοίταξε. «Αν δεν απέφευγες την Αβιέντα, θα φρόντιζε να τρως καλά».
«Κερδίζει το ενδιαφέρον της και μετά τρέχει μακριά της», μουρμούρισε η Σομάρα. «Πρέπει να την προσελκύσεις ξανά. Γιατί δεν προσφέρεσαι να της λούσεις τα μαλλιά;»
«Καλύτερα να μην είναι τόσο άμεσος», είπε σθεναρά η Ενάιλα. «Είναι καλά γι’ αρχή αν της πει να της βουρτσίσει τα μαλλιά. Να μη νομίσει και η άλλη ότι είναι πολύ επίμονος».
Η Σομάρα ξεφύσηξε. «Πώς να τον θεωρήσει επίμονο, αφού όλο τρέχει να της ξεφύγει; Μερικές φορές παραείσαι σεμνός, Ραντ αλ’Θόρ».
«Έχετε συνειδητοποιήσει ότι καμία από τις δυο σας δεν είναι η μητέρα μου, ε;»
Οι δύο γυναίκες που φορούσαν το καντιν’σόρ τους κοιτάχτηκαν μπερδεμένες. «Μήπως είναι κι αυτό κάποιο αστείο των υδρόβιων;» ρώτησε η Ενάιλα, κι η Σομάρα σήκωσε τους ώμους.
«Δεν ξέρω. Δεν τον βλέπω να γελά». Χτύπησε μαλακά τον Ραντ στην πλάτη. «Είμαι σίγουρη ότι ήταν καλό αστείο, αλλά πρέπει να μας το εξηγήσεις».
Ο Ραντ έμεινε να υποφέρει βουβός, τρίζοντας τα δόντια του, ενώ εκείνες τον παρακολουθούσαν να τρώει. Κυριολεκτικά παρατηρούσαν κάθε του μπουκιά. Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν έφυγαν με το πιάτο του κι ήρθε να τον βρει η Σούλιν. Είχε μερικές ωμές, άκρως αναξιοπρεπείς συμβουλές για τον τρόπο που θα μπορούσε ο Ραντ να ξανατραβήξει την προσοχή της Αβιέντα· μεταξύ των Αελιτών, ήταν κάτι που θα έκανε μια πρωταδελφή για τον πρωταδελφό της.
«Πρέπει να σε βλέπει σεμνό και μετρημένο», του είπε η ασπρομάλλα Κόρη, «όμως όχι τόσο σεμνό, ώστε να καταντάς ανιαρός. Ζήτησέ της να σου βουρτσίσει την πλάτη στη σκηνή του ατμόλουτρου, αλλά ντροπαλά, με χαμηλωμένο το βλέμμα. Όταν ξεντυθείς για να ξαπλώσεις, χαλάρωσε και χόρεψε σαν να χαίρεσαι τη ζωή σου, κι ύστερα ζήτησε συγγνώμη όταν καταλάβεις ξαφνικά ότι είναι κι αυτή εκεί και χώσου αμέσως στις κουβέρτες σου. Μπορείς να κοκκινίσεις;»
Το βουβό μαρτύριο συνεχίστηκε. Όσα ήξεραν οι Κόρες, άλλα τόσα αγνοούσαν.
Όταν επέστρεψαν στο Κάεμλυν, πολύ μετά τη δύση του ήλιου, ο Ραντ τρύπωσε στα διαμερίσματά του με τις μπότες στα χέρια, διασχίζοντας τον προθάλαμο ψηλαφητά στο σκοτάδι για να μπει στην κρεβατοκάμαρά του. Ακόμα κι αν δεν ήξερε από πριν ότι θα ήταν εκεί η Αβιέντα, ήδη ξαπλωμένη στο στρωματάκι της στο πάτωμα πλάι στον τοίχο, θα είχε αισθανθεί την παρουσία της. Στη γαλήνη της νύχτας, ακουγόταν η ανάσα της. Του φάνηκε ότι για μια φορά είχε καταφέρει να αργήσει τόσο, που η Αβιέντα είχε αποκοιμηθεί. Είχε προσπαθήσει να δώσει ένα τέλος σ’ αυτό, όμως η Αβιέντα δεν του έδωσε σημασία, ενώ οι Κόρες γελούσαν με τη «σεμνότητα» και την «αιδώ» του. Είχαν συμφωνήσει ότι αυτές ήταν καλές ιδιότητες για έναν άνδρα όταν ήταν μόνος του, αρκεί να μη το παρατραβούσε.
Ο Ραντ χώθηκε στο κρεβάτι του, νιώθοντας ανακούφιση που η Αβιέντα είχε κιόλας κοιμηθεί —κι επίσης λίγη δυσφορία, επειδή δεν τολμούσε να ανάψει ένα φως για να πλυθεί— όταν εκείνη γύρισε στο στρωματάκι της. Μάλλον τόση ώρα ήταν ξύπνια.