Выбрать главу

«Καλά να κοιμηθείς και καλά να ξυπνήσεις», του είπε μόνο.

Σκέφτηκε ότι ήταν βλακεία που ένιωθε αυτή την ξαφνική ικανοποίηση, επειδή τον είχε καληνυχτίσει μια γυναίκα την οποία ήθελε να αποφύγει, κι έβαλε ένα μαξιλάρι από πούπουλα χήνας κάτω από το κεφάλι του. Η Αβιέντα σίγουρα το θεωρούσε εξαιρετικό αστείο· τα πειράγματα ήταν σχεδόν μια μορφή τέχνης μεταξύ των Αελιτών, κι όσο πιο οδυνηρά ήταν, τόσο το καλύτερο. Τον αγκάλιασε ο ύπνος, κι η τελευταία συνειδητή του σκέψη ήταν ότι είχε κι αυτός ένα καλό αστείο να κάνει, αν και προς το παρόν το ήξεραν μόνο ο ίδιος, ο Ματ κι ο Μπασίρε. Ο Σαμαήλ δεν διέθετε καθόλου αίσθηση του χιούμορ, όμως ο στρατός που περίμενε στο Δάκρυ ήταν το μεγαλύτερο αστείο που είχε δει ποτέ ο κόσμος. Με λίγη τύχη, ο Σαμαήλ θα σκοτωνόταν προτού καταλάβει ότι έπρεπε να γελάσει.

5

Ένας Αλλιώτικος Χορός

Το Χρυσό Ελάφι δικαίωνε το όνομά του με πολλούς τρόπους. Η ευρύχωρη κοινή αίθουσα ήταν γεμάτη από γυαλισμένα τραπέζια και πάγκους με σκαλισμένες τριανταφυλλιές στα πόδια. Υπήρχε μια σερβιτόρα με άσπρη ποδιά, που μοναδική δουλειά της ήταν να σκουπίζει το δάπεδο από λευκή πέτρα. Τα χρυσογάλανα ποικίλματα σχημάτιζαν μια πλατιά βαμμένη λωρίδα στους καλυμμένους με γύψο τοίχους λίγο πιο κάτω από τα πάτερα του ψηλού ταβανιού. Τα τζάκια ήταν από καλοπελεκημένη πέτρα, στολισμένα με κλαριά αειθαλών φυτών, και πάνω από κάθε πρέκι υπήρχε σκαλισμένο ένα ελάφι, που στήριζε ένα κρασοπότηρο στα διακλαδισμένα κέρατά του. Σε μια κορνίζα τζακιού υπήρχε ένα ψηλό ρολόι, λιτά επιχρυσωμένο. Μια κομπανία μουσικών έπαιζε σε μια μικρή εξέδρα στο βάθος· ήταν δύο ιδρωμένοι άνδρες, οι οποίοι φορούσαν πουκάμισα κι έπαιζαν φλάουτο, άλλοι δύο με εννιάχορδα μπίτερν, και μια γυναίκα με κοκκινισμένο πρόσωπο και γαλάζιο ριγέ φόρεμα που χτυπούσε με ξύλινα σφυράκια ένα ντούλτσιμερ στηριγμένο σε λεπτά ποδαράκια. Περισσότερες από δώδεκα σερβιτόρες έτρεχαν μέσα-έξω, φορώντας ποδιές κι ουρανί φορέματα. Οι περισσότερες ήταν όμορφες, αν και κάποιες είχαν σχεδόν τα χρόνια της Κυράς Ντήλβιν, της στρουμπουλής πανδοχέως με τα γκρίζα μαλλιά πιασμένα κότσο στο ύψος του αυχένα. Τέτοια μαγαζιά άρεσαν στον Ματ· ήταν φιλικό κι άνετο, με μια ατμόσφαιρα «χρήματος». Το είχε διαλέξει, επειδή βρισκόταν σχεδόν στο κέντρο της πόλης, όχι ότι τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του είχαν φανεί άσχημα.

Φυσικά, δεν ήταν όλα αντάξια του δεύτερου καλύτερου πανδοχείου του Μάερον. Από την κουζίνα έρχονταν πάλι οι μυρωδιές του αρνιού και των γογγυλιών, και της πικάντικης κριθαρόσουπας, που την έβρισκες όπου κι αν πήγαινες, και γίνονταν ένα με την οσμή της σκόνης και των αλόγων απ’ έξω. Βέβαια, το φαγητό ήταν πρόβλημα σε μια πόλη που ξεχείλιζε από πρόσφυγες και στρατιώτες, ενώ υπήρχαν πολλοί ακόμα σε στρατόπεδα ολόγυρα της. Ανδρικές φωνές που τραγουδούσαν κακόφωνα μαρς πλησίαζαν και ξαναχάνονταν από τον δρόμο, ήχοι από μπότες κι οπλές αλόγων, άνδρες που καταριούνταν τη ζέστη. Στην κοινή αίθουσα έσκαγες επίσης από τη ζέστη, και δεν φυσούσε ούτε μια πνοή ανέμου· αν τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, η σκόνη θα σκέπαζε τα πάντα εκεί μέσα, αλλά η ζέστη δεν θα λιγόστευε. Το Μάερον ήταν ένας φούρνος.

Ο Ματ έβλεπε ολόκληρο τον κόσμο να στεγνώνει, και δεν ήθελε να σκέφτεται γιατί. Ευχόταν να ξεχνούσε την κάψα, να ξεχνούσε το Μάερον, να ξεχνούσε τα πάντα. Είχε ανοίξει το καλό πράσινο σακάκι του, που είχε χρυσά κεντίδια στο γιακά και στα μανικέτια, είχε λύσει τα κορδόνια του καλού λινού πουκάμισού του, αλλά και πάλι ίδρωνε σαν άλογο. Ίσως θα του έκανε καλό αν έβγαζε το μαύρο μεταξωτό μαντίλι που είχε δεμένο στο λαιμό του, όμως σπανίως το έβγαζε όταν τον έβλεπαν άλλοι. Τελείωσε το κρασί του, άφησε το στιλβωμένο κασσιτέρινο ποτήρι στο τραπέζι πλάι στον αγκώνα του, και πήρε το πλατύγυρο καπέλο του για να κάνει αέρα. Μόλις έπινε κάτι, το απέβαλλε αμέσως με τη μορφή ιδρώτα.

Όταν είχε επιλέξει να μείνει στο Χρυσό Ελάφι, οι άρχοντες κι οι αξιωματικοί της Ομάδας του Κόκκινου Χεριού τον είχαν μιμηθεί, κι αυτό σήμαινε ότι οι υπόλοιποι δεν πλησίαζαν. Αυτό συνήθως δεν δυσαρεστούσε την Κυρά Ντήλβιν. Οι άρχοντες κι οι λιγότερο σημαντικοί λόρδοι της Ομάδας ήταν πενταπλάσιοι απ’ όσους χωρούσαν τα δωμάτιά της, κι αυτού του είδους οι πελάτες πλήρωναν αδρά, σπανίως καυγάδιζαν, κι όταν το έκαναν, συνήθως έβγαιναν από το πανδοχείο προτού χυθεί αίμα. Τούτο το μεσημέρι, όμως, μόνο εννιά ή δέκα άνδρες κάθονταν στα τραπέζια, κι αυτή έριχνε καμιά ματιά στους άδειους πάγκους, χάιδευε τον κότσο της κι αναστέναζε· δεν θα πουλούσε πολύ κρασί πριν βραδιάσει. Ένα μεγάλο μέρος των κερδών της προερχόταν από το κρασί. Παρ’ όλα αυτά, οι μουσικοί έπαιζαν ζωηρά. Μια παρέα αρχόντων που απολάμβαναν τη μουσική —κατά τη γνώμη τους, όποιος είχε χρυσάφι άξιζε ένα «Άρχοντά μου»— μπορεί να αποδεικνύονταν πιο γενναιόδωροι από μια αίθουσα γεμάτη απλούς στρατιώτες.