Выбрать главу

Δυστυχώς για τα πουγκιά των μουσικών, ο μόνος που έδινε σημασία στην τέχνη τους ήταν ο Ματ, κι αυτός έκανε γκριμάτσες με μία νότα στις τρεις. Η αλήθεια ήταν δεν έφταιγαν εκείνοι· η μουσική ήταν μια χαρά, αν δεν ήξερες τι άκουγες. Ο Ματ ήξερε —τους το είχε διδάξει ο ίδιος, χτυπώντας παλαμάκια στο ρυθμό και σιγοτραγουδώντας— αλλά κανείς άλλος δεν είχε ακούσει αυτό το σκοπό εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Το καλύτερο που μπορούσες να πεις ήταν ότι είχαν εντοπίσει τους ρυθμούς.

Το αυτί του έπιασε μια συζήτηση. Άφησε κάτω το καπέλο, ύψωσε το ποτήρι για να δείξει ότι ήθελε κι άλλο κρασί, κι έγειρε στο τραπέζι, προς τους τρεις άνδρες που έπιναν στο γειτονικό. «Τι είπατε;»

«Ψάχνουμε να βρούμε πώς θα ξαναπάρουμε από σένα τα λεφτά που χάσαμε», είπε ο Ταλμέηνς με το κρασοπότηρο κοντά στο στόμα. Δεν ήταν ενοχλημένος. Ήταν μόνο μερικά χρόνια μεγαλύτερος από τον Ματ, που ήταν είκοσι, ένα κεφάλι πιο κοντός, και σπανίως χαμογελούσε. Ο Ταλμέηνς πάντα θύμιζε στον Ματ σφιγμένο ελατήριο. «Κανείς δεν σε κερδίζει στα χαρτιά». Ήταν ο διοικητής του μισού ιππικού της Ομάδας, τοπικός άρχοντας στην Καιρχίν, όμως το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήταν ξυρισμένο και πουδραρισμένο, παρ’ όλο που ο ιδρώτας είχε σχηματίσει ποταμάκια. Πολλοί νεότεροι Καιρχινοί άρχοντες είχαν υιοθετήσει το στυλ των στρατιωτών. Το σακάκι του Ταλμέηνς ήταν κι αυτό απλό, χωρίς τις πολύχρωμες κορδέλες που φορούσαν οι ευγενείς, αν και δικαιούταν να βάλει αρκετές.

«Δεν είναι έτσι», διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. Ήταν αλήθεια πως, όταν δούλευε η τύχη του, ήταν αήττητος, αλλά κι αυτή έκανε κύκλους, ειδικά με πράγματα που είχαν τάξη, όπως ήταν μια τράπουλα. «Μα το αίμα και τις στάχτες! Την περασμένη εβδομάδα μού είχατε πάρει πενήντα κορώνες». Πενήντα κορώνες· πριν από έναν χρόνο περίπου, θα έκανε ανάποδες τούμπες αν κέρδιζε μία κορώνα, και θα έκλαιγε γοερά στη σκέψη και μόνο ότι θα την έχανε. Πριν από έναν περίπου χρόνο, δεν είχε καν μια κορώνα για να τη χάσει.

«Τότε πόσες εκατοντάδες κορώνες μού μένουν για να ξανάρθω στα ίσα μου;» ρώτησε ξερά ο Ταλμέηνς. «Θέλω μια ευκαιρία για να πάρω μερικές πίσω». Αν ποτέ άρχιζε να κερδίζει τον Ματ συστηματικά, τότε θα τον έπιανε ανησυχία. Όπως κι οι περισσότεροι της Ομάδας, θεωρούσε την καλοτυχία του Ματ γούρικη.

«Τα ζάρια είναι άχρηστα», είπε ο Ντήριντ. Ο Διοικητής του πεζικού της Ομάδας ήπιε διψασμένα και δεν έδωσε σημασία στην γκριμάτσα που δεν κατάφερε να κρύψει εντελώς το λαδωμένο γένι του Ναλέσεν. Οι περισσότεροι ευγενείς που είχε γνωρίσει ο Ματ θεωρούσαν τα ζάρια κατώτερο παιχνίδι, κατάλληλο μόνο για χωριάτες. «Ποτέ δεν σε έχω δει να καταλήγεις χαμένος στα ζάρια. Πρέπει να βρούμε ένα παιχνίδι που να μη το ελέγχεις, να μη μπορείς να το επηρεάσεις, αν με καταλαβαίνεις».

Ο Ντήριντ ήταν λιγάκι ψηλότερος από τον Καιρχινό συμπατριώτη του, τον Ταλμέηνς, και δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός του· είχε σπάσει τη μύτη του αρκετές φορές και στο πρόσωπό του διασταυρώνονταν τρεις λευκές ουλές. Ήταν ο μόνος από τους παρισταμένους χωρίς ευγενική καταγωγή, κι είχε κι αυτός ξυρισμένο και πουδραρισμένο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του· ο Ντήριντ ήταν στρατιώτης μια ζωή.

«Σκεφτήκαμε τα άλογα», παρενέβη ο Ναλέσεν, ανεμίζοντας το κασσιτέρινο ποτήρι του. Ήταν γεροδεμένος, ψηλότερος από τους Καιρχινούς, επικεφαλής του άλλου μισού ιππικού της Ομάδας. Με τη ζέστη που έκανε, ο Ματ αναρωτιόταν γιατί ο άνθρωπος διατηρούσε την εντυπωσιακή μελαχρινή γενειάδα του, όμως εκείνος την περιποιόταν κάθε πρωί για να κρατά τη μυτερή άκρη της. Και παρ’ όλο που ο Ντήριντ κι ο Ταλμέηνς είχαν ανοιχτά τα απλά γκρίζα σακάκια τους, ο Ναλέσεν το δικό του —ένα πράσινο μεταξωτό με επένδυση στα ριγέ μανίκια που κατέληγαν σε μανικέτια από χρυσό σατέν— το είχε κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό. Δεν έδινε σημασία στον ιδρώτα που έκανε το πρόσωπό του να γυαλίζει. «Που να καεί η ψυχή μου, η τύχη σου αντέχει και στη μάχη και στην τράπουλα. Και στα ζάρια», πρόσθεσε, κάνοντας μια γκριμάτσα προς τον Ντήριντ. «Αλλά στις ιπποδρομίες, όλα βασίζονται στο άλογο».

Ο Ματ χαμογέλασε και στηρίχτηκε με τους αγκώνες στο τραπέζι. «Βρείτε ένα καλό άλογο και μετά βλέπουμε». Μπορεί η τύχη του να μην επηρέαζε μια κούρσα με άλογα —αν εξαιρούσες τα ζάρια και τα χαρτιά, δεν ήξερε τι θα επηρέαζε και πότε θα εκδηλωνόταν— αλλά είχε μεγαλώσει βλέποντας τον πατέρα του που έκανε εμπόριο αλόγων, και το μάτι του έκοβε όταν επρόκειτο γι’ αυτά τα ζώα.

«Θες ή δεν θες κρασί; Δεν μπορώ να σου βάλω, αφού δεν φτάνω το ποτήρι σου».