Выбрать главу

Ο Ματ κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Η σερβιτόρα που στεκόταν πίσω του, κρατώντας μια αστραφτερή κασσιτέρινη κανάτα, ήταν κοντή και λεπτούλα, μια μαυρομάτα καλλονή με χλωμά μάγουλα και μελαχρινές μπούκλες που χύνονταν στους ώμους της. Κι η ακριβής, μουσική Καιρχινή προφορά έκανε τη φωνή της να ακούγεται σαν να χτυπούσαν καμπανούλες. Ο Ματ λιμπιζόταν την Μπέτσε Σίλβιν από την πρώτη κιόλας μέρα που είχε πατήσει το πόδι του στο Χρυσό Ελάφι, όμως αυτή ήταν η πρώτη ευκαιρία που του είχε δοθεί για να της μιλήσει· πάντα καταγινόταν με πέντε πράγματα που έπρεπε να γίνουν αμέσως, και με δέκα που έπρεπε να είχαν γίνει χθες. Οι υπόλοιποι της παρέας του είχαν σκύψει τα κεφάλια στο κρασί τους, αφήνοντας τον όσο πιο απομονωμένο μπορούσαν με την κοπέλα χωρίς να βγουν έξω. Είχαν τρόπους, ακόμα κι οι δύο αριστοκράτες.

Ο Ματ, χαμογελώντας πλατιά, πέρασε το πόδι του πάνω από τον πάγκο και της άπλωσε ίο ποτήρι για να γεμίσει. «Σ’ ευχαριστώ, Μπέτσε», είπε, κι εκείνη έκλινε το γόνυ. Όταν, όμως, της ζήτησε να βάλει ένα κρασί και γι’ αυτήν και να καθίσει κοντά του, αυτή ακούμπησε την κανάτα στο τραπέζι, σταύρωσε τα χέρια κι έγειρε το κεφάλι, κοιτώντας τον από την κορφή ως τα νύχια.

«Αυτό δεν θα άρεσε στην Κυρά Ντήλβιν. Δεν θα της άρεσε καθόλου. Είσαι άρχοντας; Όλοι τρέχουν να υπακούσουν όταν λες κάτι, αλλά κανείς δεν σε αποκαλεί “Άρχοντά μου”. Σχεδόν δεν υποκλίνονται· εκτός από τους λαϊκούς».

Ο Ματ σήκωσε τα φρύδια. «Όχι», είπε, πιο απότομα απ’ όσο σκόπευε, «δεν είμαι άρχοντας». Καλά έκανε ο Ραντ κι άφηνε τους άλλους να τον λένε Άρχοντα Δράκοντα και τα λοιπά, όμως αυτά δεν ταίριαζαν στον Μάτριμ Κώθον. Δεν του ταίριαζαν καθόλου. Πήρε μια βαθιά ανάσα και της ξαναχάρισε το πλατύ χαμόγελό του. Μερικές γυναίκες προσπαθούσαν να φέρουν σε δύσκολη θέση τον άνδρα με τον οποίο μιλούσαν, όμως ο Ματ ήταν καλός σ’ αυτόν τον χορό. «Λέγε με Ματ, Μπέτσε. Είμαι σίγουρος ότι η Κυρά Ντήλβιν δεν θα είχε αντίρρηση να καθίσεις λίγο παρέα μου».

«Πώς δεν θα είχε. Αλλά μπορούμε να πούμε δυο κουβέντες· πρέπει να είσαι κάτι σαν άρχοντας. Γιατί φοράς αυτό το πράγμα με τέτοια κάψα;» Έγειρε και με το δάχτυλό της του κατέβασε λιγάκι το μαντίλι. Ο Ματ δεν είχε προσέξει και το είχε αφήσει να ανοίξει λιγάκι. «Τι είναι τούτο;» Το δάχτυλο της Μπέτσε διέτρεξε την ωχρή σκληρή αυλακιά που αγκάλιαζε τον λαιμό του. «Μήπως πήγαν να σε κρεμάσουν; Γιατί; Τόσο νέος, αποκλείεται να είσαι πωρωμένος εγκληματίας». Εκείνος έκανε πίσω το κεφάλι και ξανάδεσε το μαύρο μεταξωτό μαντίλι για να κρύψει την ουλή του, όμως η Μπέτσε δεν πτοήθηκε. Το χέρι της χώθηκε στο ανοιχτό πουκάμισό του και τράβηξε το μενταγιόν με την ασημένια αλεπουδοκεφαλή που είχε ο Ματ σε ένα δερμάτινο κορδόνι. «Μήπως επειδή έκλεψες αυτό; Φαίνεται πολύτιμο· είναι;» Ο Ματ της άρπαξε το μενταγιόν από τα χέρια και το ξανάκρυψε εκεί που ήταν η θέση. του. Η άλλη δεν πήρε καν ανάσα, τουλάχιστον μέχρι να προλάβει ο Ματ να πει οτιδήποτε. Άκουσε τον Ναλέσεν και τον Ντήριντ να γελούν πνιχτά πίσω του, και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Μερικές φορές η τύχη του στον τζόγο άλλαζε ριζικά όταν αντιμετώπιζε μια γυναίκα, κι αυτοί πάντα το έβρισκαν αστείο. «Μπα, δεν θα σε άφηναν να το κρατήσεις, αν το είχες κλέψει, έτσι δεν είναι;» συνέχισε τη φλυαρία της η Μπέτσε. «Κι αν είσαι κάτι σαν άρχοντας, ε, τότε μάλλον μπορείς να έχεις τέτοια πράγματα. Ίσως το έκαναν επειδή ξέρεις πολλά. Μοιάζεις με νεαρό που ξέρει πολλά. Ή νομίζει ότι ξέρει». Του χαμογέλασε, με το πονηρό χαμογελάκι που είχαν οι γυναίκες όταν ήθελαν να ζαλίζουν έναν άνδρα. Σπανίως σήμαινε ότι ήξεραν κάτι, αλλά σε έκαναν να πιστεύεις ότι ήξεραν. «Μήπως προσπάθησαν να σε κρεμάσουν επειδή νόμιζαν ότι ξέρεις πολλά; Ή, μήπως, επειδή έκανες ότι ήσουν άρχοντας; Σίγουρα δεν είσαι άρχοντας;»

Ο Ντήριντ κι ο Ναλέσεν τώρα γελούσαν χωρίς να το κρύβουν. Ακόμα κι ο Ταλμέηνς χασκογελούσε, αν κι έκαναν ότι γελούσαν για κάτι άλλο. Ο Ντήριντ, ξέπνοος, προσπάθησε να τα μπαλώσει με μια ιστορία για κάποιον που έπεφτε από το άλογο του, λέγοντάς την σε συνέχειες όταν μπορούσε να ανασάνει, όμως τα αποσπάσματα που άκουγε ο Ματ δεν είχαν τίποτα το αστείο.

Συνέχισε όμως να χαμογελά. Δεν θα κατέθετε τα όπλα, παρ’ όλο που η κοπέλα μπορούσε να μιλά πιο γρήγορα απ’ αυτόν. Ήταν ομορφούλα κι ο Ματ είχε περάσει τις τελευταίες βδομάδες συζητώντας με ανθρώπους σαν τον Ντήριντ αλλά και χειρότερους, άνδρες ιδρωμένους που μερικές φορές ξεχνούσαν να ξυριστούν και συχνά δεν προλάβαιναν να κάνουν μπάνιο. Ο ιδρώτας είχε γεμίσει στάλες τα μάγουλα της Μπέτσε, όμως εκείνη ανέδιδε μια αμυδρή ευωδιά από σαπούνι με άρωμα λεβάντας. «Στην πραγματικότητα, αυτή τη γρατζουνιά την έπαθα επειδή ήξερα λίγα», είπε με ανάλαφρο τόνο. Στις γυναίκες πάντα άρεσε όταν έκανες ότι οι ουλές σου δεν ήταν τίποτα σημαντικό· μα το Φως, είχε μαζέψει αρκετές. «Τώρα ξέρω πολλά, όμως τότε ήξερα λίγα. Μπορεί να πει κανείς ότι με κρέμασαν για τη γνώση».