Выбрать главу

Η Μπέτσε κούνησε το κεφάλι, σουφρώνοντας τα χείλη της. «Πήγες να πεις μια εξυπνάδα τώρα, Ματ. Τα αρχοντόπουλα λένε συνέχεια έξυπνα πράγματα, αλλά εσύ δεν είσαι άρχοντας. Από την άλλη, εγώ είμαι μια απλή γυναίκα. Όταν λένε εξυπνάδες, δεν τις καταλαβαίνω. Μιας και δεν είσαι άρχοντας, θα ’πρεπε να μιλάς απλά, αλλιώς μπορεί να νομίσει κανείς ότι υποκρίνεσαι τον άρχοντα. Στις γυναίκες δεν αρέσει όταν ο άνδρας υποκρίνεται ότι είναι κάτι που δεν είναι. Μήπως μπορείς να εξηγήσεις τι ήθελες να πεις;»

Ο αγώνας να διατηρήσει το χαμόγελό του ήταν δύσκολος. Οι λεκτικοί διαξιφισμοί μαζί της δεν προχωρούσαν όπως θα ήθελε. Δεν ήξερε αν η κοπέλα ήταν χαζούλα ή του έβαζε τρικλοποδιές για να τον δοκιμάσει. Είτε έτσι είτε αλλιώς, δεν έπαυε να είναι ομορφούλα και να μυρίζει λεβάντα αντί για ιδρώτα. Ο Ντήριντ κι ο Ναλέσεν κόντευαν να πνιγούν από τα γέλια. Ο Ταλμέηνς σιγοτραγουδούσε το «Βάτραχος στον Πάγο». Δηλαδή εννοούσε ότι ο Ματ γλιστρούσε ανήμπορος με τα πόδια στον αέρα;

Ο Ματ άφησε κάτω το ποτήρι του και σηκώθηκε, κάνοντας μια υπόκλιση πάνω από το χέρι της Μπέτσε. «Είμαι αυτός που είμαι και τίποτα παραπάνω, αλλά το πρόσωπό σου κάνει τα λόγια να χαθούν από το μυαλό μου». Αυτό την έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάτια· μπορεί οι γυναίκες να προφασίζονταν το αντίθετο, αλλά τους άρεσαν τα περίτεχνα λόγια. «Χορεύουμε;»

Χωρίς να περιμένει την απάντησή της, την οδήγησε σε ένα σημείο όπου υπήρχε ανοιχτός χώρος κατά μήκος της κοινής αίθουσας ανάμεσα στα τραπέζια. Με λίγη τύχη, αν η Μπέτσε χόρευε, δεν θα μπορούσε να μιλά πολύ, και στο κάτω-κάτω ο Ματ διακρινόταν για την τύχη του. Εκτός αυτού, δεν είχε ακούσει ποτέ για γυναίκα που να μη μαλακώνει η καρδιά της από τον χορό. Χόρεψε μαζί της και θα σου συγχωρήσει πολλά· χόρεψε καλά και θα σον συγχωρήσει τα πάντα. Ήταν μια παλιά παροιμία. Μια αρχαία παροιμία.

Η Μπέτσε δίστασε να τον ακολουθήσει αμέσως, δάγκωσε το χείλος της κι έψαξε με το βλέμμα να βρει την Κυρά Ντήλβιν, όμως εκείνη απλώς χαμογέλασε και της κούνησε το χέρι, προσπαθώντας δίχως αποτέλεσμα να στρώσει με το χέρι τις τούφες που ξέφευγαν από τον κότσο της και γύρισε να μαλώσει τις άλλες σερβιτόρες, θαρρείς και τα τραπέζια ήταν γεμάτα κόσμο. Η Κυρά Ντήλβιν δεν θα άφηνε ανενόχλητο έναν άνδρα που κατά τη γνώμη της φερόταν απρεπώς —παρά την πράα εμφάνισή της, έκρυβε μια κοντή βέργα στα φουστάνια της και καμιά φορά τη χρησιμοποιούσε· ο Ναλέσεν την κοίταζε ακόμη επιφυλακτικά όταν τον πλησίαζε— αλλά αν κάποιος γαλαντόμος πελάτης ήθελε έναν χορό, ποιο το κακό; Ο Ματ έπιασε και σήκωσε στο πλάι τα χέρια της Μπέτσε. Ο χώρος ανάμεσα στα τραπέζια μόλις που έφτανε. Οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν πιο δυνατά, αν κι όχι καλύτερα.

«Ακολούθησε τις κινήσεις μου», της είπε. «Τα βήματα της αρχής είναι εύκολα». Έπιασε το χορό στο ρυθμό της μουσικής· μισολύγισε τα γόνατα, έκανε ένα ανάλαφρο πλαϊνό βήμα στα δεξιά, το αριστερό πόδι σύρθηκε και πλησίασε το άλλο. Μισολύγισε, έκανε άλλο ένα ανάλαφρο βήμα, ξανάσυρε το άλλο πόδι, με τα χέρια απλωμένα.

Η Μπέτσε το έμαθε αμέσως κι άρχισε να χορεύει με τον ίδιο ρυθμό. Όταν έφτασαν στους μουσικούς, ο Ματ της σήκωσε τα χέρια ψηλά, στριφογύρισε το κορμί του κι αυτή τον μιμήθηκε, έτσι ώστε να βρεθούν με τις πλάτες γυρισμένες για μια στιγμή. Έπειτα μισολύγισαν τα γόνατα, ξανάρχισαν όλα τα βήματα από την αρχή και το επανέλαβαν, ώσπου βρέθηκαν πάλι εκεί απ’ όπου είχαν αρχίσει. Η Μπέτσε το έμαθε κι αυτό αμέσως, χαμογελώντας του κατενθουσιασμένη κάθε φορά που μπορούσε καθώς έστριβαν. Ήταν πραγματικά κούκλα.

«Τώρα γίνεται κάπως πιο πολύπλοκο», της μουρμούρισε, στρίβοντας έτσι ώστε οι δυο τους στάθηκαν δίπλα-δίπλα αντικρίζοντας τους μουσικούς. Σήκωσε το δεξί γόνατο, έδωσε μια μικρή κλωτσιά προς τα αριστερά, κι ύστερα γλίστρησε μπροστά και δεξιά. Σήκωσε το αριστερό γόνατο, έδωσε μια μικρή κλωτσιά δεξιά, κι ύστερα γλίστρησε μπροστά κι αριστερά. Τα βήματα γινόταν πιο πολύπλοκα με κάθε επανάληψη, όμως εκείνης της έφτανε να τα δει μόνο μια φορά για να τον μιμηθεί, ανάλαφρη σαν πούπουλο στα χέρια του με κάθε λύγισμα και γύρισμα και περιστροφή. Το καλύτερο απ’ όλα ήταν ότι δεν άνοιγε το στόμα της.

Τον αιχμαλώτισαν οι επαναλήψεις του χορού κι η μουσική, παρά τις νότες που έλειπαν και τα άλλα λάθη, κι οι αναμνήσεις ήρθαν κι έπλεαν στο μυαλό του σχεδόν όπως έπλεαν ο δυο τους χορεύοντας μπρος-πίσω στην αίθουσα. Στη μνήμη του ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος, με μακρύ χρυσόξανθο μουστάκι και γαλανά μάτια. Φορούσε σακάκι από πορφυρό μετάξι με μία κόκκινη κορδέλα, κολάρο φραίζα από έξοχη Μπαρσινέζικη δαντέλα, κίτρινα ζαφειρένια κουμπιά από το Αραμέλε, και χόρευε με μια μελαψή, πανέμορφη απεσταλμένη των Αθα’αν Μιέρε, των Θαλασσινών. Είχε πλήθος σκουλαρίκια στο αυτί, κρίκο στη μύτη και μια ψιλή χρυσή αλυσιδίτσα ανάμεσά τους απ’ όπου κρέμονταν ωοειδές πλάκες, που δήλωναν ότι ήταν η Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σόντιν. Δεν τον ένοιαζε πόσο ισχυρή ήταν αυτή η γυναίκα· κάτι τέτοιο ήταν έγνοια του βασιλιά, όχι ενός μεσαίου άρχοντα. Ήταν πανέμορφη κι ανάλαφρη στα χέρια του, και χόρευαν κάτω από τον μεγάλο κρυστάλλινο θόλο στην αυλή του Σήμαλ, τότε που όλος ο κόσμος φθονούσε το θάμβος και τη δύναμη του Κορεμάντα. Κι άλλες αναμνήσεις πετάριζαν στις παρυφές αυτών, γεννημένες από βήματα του χορού που έβλεπε στις αναμνήσεις του. Το αύριο θα έφερνε το νέο για τις αυξημένες και μαζικότερες επιδρομές των Τρόλοκ από τη Μεγάλη Μάστιγα, και σε ένα μήνα θα μάθαιναν ότι το Μπαρσίνε με τους χρυσαφένιους οβελίσκους είχε λεηλατηθεί και πυρποληθεί κι οι ορδές των Τρόλοκ σάρωναν τα πάντα κατεβαίνοντας προς τον Νότο. Κι έτσι, θα άρχιζε αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν Πόλεμοι των Τρόλοκ, αν και στην αρχή κανείς δεν το είχε αποκαλέσει έτσι· παρισσότερα από τριακόσια χρόνια με ακατάπαυστες μάχες, αιματοχυσίες, πυρ κι όλεθρο, προτού απωθήσουν τους Τρόλοκ, προτού κυνηγήσουν κι εξοντώσουν τους Άρχοντες τους Δέους. Έτσι θα άρχιζε η πτώση του Κορεμάντα, μ’ όλο τον πλούτο και τη δύναμή του, του Εσένια, με τους φιλοσόφους του και τις ξακουστές σχολές του, η πτώση της Μανέθερεν και του Έχαρον και των Δέκα Εθνών στο σύνολο τους, τα οποία είχαν διαλυθεί πάνω στην ώρα της νίκης τους, αφήνοντας ερείπια απ’ όπου θα ξεπηδούσαν άλλες χώρες, χώρες που θυμούνταν τα Δέκα Έθνη απλώς ως μύθους μιας αλλοτινής ευδαιμονίας. Όμως όλα αυτά ήταν στο μέλλον, κι έδιωξε εκείνες τις αναμνήσεις για να χαρεί αυτήν εδώ. Απόψε χόρευε τα βήματα του χορού και...