Выбрать главу

Ανοιγόκλεισε τα μάτια, ξαφνιασμένος για μια στιγμή από το φως του ήλιου που χυνόταν από τα παράθυρα και το ξανθό πρόσωπο που τον κοίταζε λάμποντας παρά τον ιδρώτα. Παραλίγο θα μπέρδευε το πολύπλοκο πλέξιμο των βημάτων του με τα βήματα της Μπέτσε, καθώς στροβιλίζονταν στην αίθουσα, όμως συγκρατήθηκε πριν την κάνει να σκοντάψει, καθώς τα βήματα του ξανάρχονταν ενστικτωδώς. Αυτός ο χορός ήταν δικός του, όπως δικές του ήταν κι εκείνες οι αναμνήσεις, κι ας ήταν δανεικές ή κλεμμένες, όμως ήταν τόσο αψεγάδιαστα συνυφασμένος μ’ εκείνες, που θα έπρεπε να το συλλογιστεί για να καταλάβει τη διαφορά. Όλες ήταν δικές του τώρα και γέμιζαν τρύπες στις ίδιες του τις αναμνήσεις· ήταν σαν να τις είχε ζήσει.

Αυτό που είχε πει στην κοπέλα για την ουλή ήταν αληθινό. Τον είχαν κρεμάσει για μια γνώση που είχε, κι όχι για την άγνοια του· Δυο φορές είχε μπει σε ένα τερ’ανγκριάλ, λες κι ήταν κανένας κοκορόμυαλος, κανένας χαζοχωριάτης, που νόμιζε ότι θα ήταν απλό σαν μια βόλτα στο λιβάδι. Σχεδόν εξίσου απλό. Το αποτέλεσμα ενέτεινε τη δυσπιστία που ένιωθε για ό,τι είχε να κάνει με τη Μία Δύναμη. Την πρώτη φορά, μεταξύ άλλων πραγμάτων που δεν ήθελε να τα ακούσει, του είχαν πει ότι του έμελλε να πεθάνει και να ξαναζήσει. Μερικά από εκείνα τα άλλα πράγματα τον είχαν βάλει στο δρόμο για ένα δεύτερο ταξίδι σ’ ένα τερ’ανγκριάλ, κατάληξη του οποίου ήταν να βρεθεί με μια θηλιά στο λαιμό του.

Ήταν μια σειρά από βήματα, που το καθένα το είχε κάνει για καλό σκοπό ή από αναγκαιότητα και μόνο, που φαίνονταν λογικά αρχικά, και που τον είχαν οδηγήσει σε πράγματα τα οποία δεν είχε φανταστεί. Πάντα σε τέτοιους χορούς έμπλεκε. Ήταν νεκρός για τα καλά, ώσπου ο Ραντ είχε κόψει το σκοινί, τον είχε κατεβάσει και τον είχε ξαναζωντανέψει. Έδωσε για εκατοστή φορά μία υπόσχεση στον εαυτό του. Από δω και πέρα, θα πρόσεχε πού πατούσε κάθε βήμα του. Δεν θα χιμούσε σε καταστάσεις δίχως να σκεφτεί τις συνέπειες.

Στην πραγματικότητα, εκείνη τη μέρα είχε κερδίσει κάτι παραπάνω από την ουλή. Υπήρχε η ασημένια αλεπουδοκεφαλή, που το ένα και μοναδικό μάτι της ήταν σκιασμένο, έτσι ώστε να μοιάζει με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι. Μερικές φορές γελούσε τόσο τρανταχτά γι’ αυτό το μενταγιόν που τον πονούσαν τα πλευρά του. Δεν εμπιστευόταν καμία Άες Σεντάι, κι έτσι το φορούσε ακόμα κι όταν έκανε μπάνιο και κοιμόταν μ’ αυτό κρεμασμένο στον λαιμό του. Ο κόσμος ήταν ένα παράξενο μέρος.

Κάτι άλλο που είχε κερδίσει ήταν η γνώση, αν και μια γνώση ανεπιθύμητη. Τώρα το κεφάλι του ήταν γεμάτο με κομμάτια από ζωές άλλων ανδρών, χιλιάδων ανδρών, κομμάτια που μερικές φορές είχαν διάρκεια λίγων ωρών, μερικές φορές ολόκληρων χρόνων αν κι όχι συνεχόμενων, και μνήμες από αυλές και μάχες που εκτείνονταν σε περισσότερες από μία χιλιετίες, πολύ πριν από τους Πολέμους των Τρόλοκ και από την τελευταία μάχη που είχε αναδείξει τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο. Τώρα, στην ουσία, όλα αυτά ήταν δικά του.