Ο Ναλέσεν κι ο Ντήριντ κι ο Ταλμέηνς συνόδευαν τη μουσική με παλαμάκια, όπως κι οι υπόλοιποι άνδρες που ήταν σκορπισμένοι στα τραπέζια. Ήταν οι άνδρες της Ομάδας του Κόκκινου Χεριού που ενθάρρυναν τον διοικητή τους στο χορό του. Μα το Φως, αυτό το όνομα έκανε τον Ματ να ριγεί μέσα του. Ήταν το όνομα μιας θρυλικής συντροφιάς ηρώων που είχαν πεθάνει πασχίζοντας να σώσουν τη Μανέθερεν. Κι όλοι οι άνδρες που ακολουθούσαν έφιπποι ή πεζοί το λάβαρο της Ομάδας νόμιζαν ότι θα κατέληγαν κι αυτοί στους θρύλους. Και η Κυρά Ντήλβιν χτυπούσε παλαμάκια, ενώ οι υπόλοιπες σερβιτόρες είχαν σταθεί και κοίταζαν.
Οι αναμνήσεις εκείνων των άλλων ανδρών ήταν ο λόγος που αυτοί εδώ στην Ομάδα ακολουθούσαν τον Ματ, αν και δεν το γνώριζαν. Επειδή το μυαλό του είχε αναμνήσεις από μάχες κι εκστρατείες, πιο πολλές απ’ όσες θα μπορούσαν να ζήσουν ακόμα κι εκατό άνθρωποι. Είτε ήταν με τους νικητές είτε με τους ηττημένους, θυμόταν πώς είχαν κερδηθεί και πώς είχαν χαθεί εκείνες οι μάχες, κι ήθελε λίγο μυαλό μόνο για να το φέρει στο τώρα και να βρει τον τρόπο που θα νικούσε η Ομάδα. Προς το παρόν, τα κατάφερνε. Όταν δεν έβρισκε τρόπο να αποφύγει τη μάχη.
Πολλές φορές είχε ευχηθεί να μην είχε στο μυαλό του τα κομμάτια των άλλων ανδρών. Χωρίς αυτά, δεν θα ήταν τώρα σ’ αυτή τη θέση: να προστάζει σχεδόν έξι χιλιάδες στρατιώτες ενώ κι άλλοι ήθελαν καθημερινά να καταταγούν, έτοιμος να τους οδηγήσει στον Νότο και να αναλάβει τη διοίκηση της εισβολής σε μια χώρα που την έλεγχε ένας Αποδιωγμένος. Δεν ήταν ήρωας και δεν ήθελε να γίνει ήρωας. Οι ήρωες είχαν την κακή συνήθεια να καταλήγουν νεκροί. Όταν ήσουν ήρωας, ήταν σαν να ήσουν ένα σκυλί που του πετούσαν ένα κόκαλο και το ξεχνούσαν στη γωνία — εκτός από τις περιπτώσεις που υπόσχονταν στο σκυλί ένα κόκαλο και το έστελναν έξω να κυνηγήσει ξανά. Το ίδιο βέβαια ίσχυε και για τους στρατιώτες.
Από την άλλη μεριά, όμως, χωρίς αυτές τις αναμνήσεις δεν θα είχε έξι χιλιάδες στρατιώτες γύρω του. Θα ήταν μόνος, τα’βίρεν, ενωμένος με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, στόχος απροστάτευτος και γνωστός στους Αποδιωγμένους. Όπως φαινόταν, κάποιοι από αυτούς γνώριζαν περισσότερα απ’ όσα έπρεπε για τον Ματ Κώθον. Η Μουαραίν ισχυριζόταν ότι ο Ματ ήταν σημαντικό πρόσωπο, ότι ίσως ο Ραντ χρειάζονταν τόσο αυτόν όσο και τον Πέριν για να νικήσει στην Τελευταία Μάχη. Αν είχε δίκιο η Άες Σεντάι, τότε ο Ματ θα έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει —θα το έκανε βεβαίως· απλώς έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα— αλλά δεν ήθελε να γίνει ήρωας. Μακάρι μόνο να ξεδιάλυνε τι θα έπρεπε να κάνει για το Κέρας του Βαλίρ... Έκανε μια προσευχή για την ψυχή της Μουαραίν κι ευχήθηκε η Άες Σεντάι να είχε κάνει λάθος.
Ο Ματ κι η Μπέτσε έφτασαν στην άκρη του ανοίγματος για τελευταία φορά, κι η κοπέλα έγειρε στο στέρνο του γελώντας, όταν αυτός σταμάτησε. «Αχ, τι ωραίο που ήταν! Μου φαινόταν σαν να ήμουν σε κάποιο βασιλικό παλάτι. Τι λες, το ξανακάνουμε; Έλα, το ξανακάνουμε;» Η Κυρά Ντήλβιν χειροκρότησε λιγάκι και μετά κατάλαβε ότι οι άλλες σερβιτόρες στέκονταν άπραγες και χίμηξε πάνω τους, κάνοντας τες να τρέξουν αλλού σαν κοτόπουλα με τις ζωηρές κινήσεις των χεριών της.
«Μήπως ξέρεις τι σημαίνει “Κόρη των Εννέα Φεγγαριών”;» Ξεστόμισε τα λόγια άθελά του. Σκεφτόταν τα τερ’ανγκριάλ που του το είχαν κάνει. Όταν έβρισκε την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών, όποτε κι αν γινόταν αυτό -Σε παρακαλώ Φως, ας αργήσει! Ήταν η μεγάλη λαχτάρα του— εκείνη σίγουρα δεν θα σέρβιρε πελάτες σε ένα πανδοχείο μιας κωμόπολης όλο στρατό και προσφυγιά. Από την άλλη όμως, ποιος ήξερε να ξεδιαλύνει τις προφητείες; Ήταν μια προφητεία, κατά έναν τρόπο. Θα ζούσε και θα ξαναπέθαινε. Θα παντρευόταν την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών. Θα εγκατέλειπε το μισό φως του κόσμου για να σώσει τον κόσμο, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Στο κάτω-κάτω, είχε όντως πεθάνει, κρεμασμένος από κείνο το σκοινί. Αν ήταν αλήθεια αυτό, τότε πρέπει να ήταν αλήθεια και τα υπόλοιπα. Δεν είχε διέξοδο.
«Κόρη των Εννέα Φεγγαριών;» είπε ξέπνοα η Μπέτσε. Μπορεί να της είχε κοπεί η ανάσα, αλλά δεν έβαζε στιγμή γλώσσα μέσα. «Πανδοχείο είναι αυτό; Καπηλειό; Δεν είναι πάντως εδώ στο Μάερον, είμαι σίγουρη. Μήπως είναι πέρα από το ποτάμι στο Αρινγκίλ; Δεν έχω πάει ποτέ μου στο—»
Ο Ματ άγγιξε μ’ ένα δάχτυλο τα χείλη της. «Δεν έχει σημασία. Ας χορέψουμε άλλον ένα χορό». Έναν χωριάτικο χορό αυτή τη φορά· κάτι από το εδώ και το τώρα, που να μη σχετιζόταν με άλλες αναμνήσεις εκτός από τις δικές του. Αν και τώρα ήθελε κόπο για να τις ξεχωρίσει.