Μια υποψία ξερού βήχα τον έκανε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του, κι ο Ματ αναστέναξε όταν είδε τον Εντόριον να στέκεται στην είσοδο· είχε χωμένα στη ζώνη του σπαθιού τα γάντια του με την ατσάλινη επένδυση στη ράχη, και το κράνος παραμάσχαλα. Ο Δακρυνός άρχοντας ήταν ένας ροδομάγουλος, αφράτος νεαρός, όταν ο Ματ έπαιζε χαρτιά μαζί του στην Πέτρα του Δακρύου, όμως από τότε που είχε έρθει στον Νότο είχε σκληρύνει κι είχε ψηθεί από τον ήλιο. Το γεισωτό κράνος είχε χάσει τα φτερά του, και τα άλλοτε περίτεχνα επίχρυσα στολίσματα της αρματωσιάς του είχαν γεμίσει βαθουλώματα και χαραγές. Το σακάκι του με τα φουσκωτά μανίκια είχε γαλάζιες ρίγες σε μαύρο φόντο, αλλά φαινόταν φθαρμένο.
«Μου είπες να σου θυμίσω την επιθεώρηση που κάνεις αυτή την ώρα». Ο Εντόριον έβηξε στη χούφτα του· απέφυγε προσεκτικά να κοιτάξει την Μπέτσε. «Αλλά μπορώ να ξανάρθω αργότερα, αν θέλεις».
«Θα έρθω τώρα», του είπε ο Ματ. Ήταν σημαντικό να κάνει περιπολίες κάθε μέρα, να εξετάζει καθημερινά κάτι διαφορετικό· του το έλεγαν οι αναμνήσεις των άλλων, κι είχε καταλήξει να τους εμπιστεύεται σε τέτοια πράγματα. Αν το έκανε με τον σωστό τρόπο, ίσως επιζούσε. Εκτός αυτού, η Μπέτσε είχε απομακρυνθεί λιγάκι και προσπαθούσε ταυτοχρόνως να σκουπίσει τον ιδρώτα από το πρόσωπο της με την ποδιά και να στρώσει τα μαλλιά της. Η ευφορία χανόταν από το πρόσωπό της. Δεν είχε σημασία. Δεν θα το ξεχνούσε. Όταν χορέψεις καλά με μια γυναίκα, σκέφτηκε αυτάρεσκα, σχεδόν την έχεις κατακτήσει.
«Δώσε αυτά στους μουσικούς», είπε· της έβαλε τρία χρυσά μάρκα στη χούφτα και της την έκλεισε. Όσο άσχημα κι αν έπαιζαν, για λίγο ο σκοπός τον είχε πάρει μακριά από το Μάερον και το άμεσο μέλλον. Εν πάση περιπτώσει, στις γυναίκες άρεσε η γενναιοδωρία. Όλα πήγαιναν μια χαρά. Υποκλίθηκε, σχεδόν της φίλησε το χέρι, και πρόσθεσε, «Αργότερα, Μπέτσε. Θα ξαναχορέψουμε όταν επιστρέψω».
Προς έκπληξη του, εκείνη κούνησε το δάχτυλό της μπροστά στη μύτη του και κούνησε αυστηρά το κεφάλι σαν να είχε διαβάσει το μυαλό του. Ε, ποτέ του δεν είχε ισχυριστεί ότι καταλάβαινε τις γυναίκες.
Έβαλε το καπέλο του και πήρε τη λόγχη με το μαύρο κοντάρι που το είχε αφήσει κοντά στην πόρτα. Ήταν ένα ακόμη δώρο από την άλλη μεριά εκείνου του τερ’ανγκριάλ, κι είχε μια επιγραφή στο κοντάρι, γραμμένη στην Παλιά Γλώσσα, και παράξενη αιχμή, σαν κοντή λεπίδα σπαθιού με σήμα δύο κοράκια.
«Σήμερα θα επιθεωρήσουμε τα καπηλειά», είπε στον Εντόριον, και βγήκαν στο λιοπύρι του μεσημεριού, στο καθαρτήριο του Μάερον.
Ήταν μια μικρή πόλη δίχως τείχη, αν και πενήντα φορές μεγαλύτερη από ό,τι είχε δει πριν φύγει από τους Δύο Ποταμούς. Ένα μεγάλο χωριό για την ακρίβεια· ελάχιστα από τα κτήρια που ήταν φτιαγμένα από τούβλα ή πέτρα είχαν όροφο από πάνω τους, μόνο μερικά πανδοχεία ήταν διώροφα· και μπορεί οι μισές στέγες να ήταν από κεραμίδια ή λιθοκέραμα, όμως οι άλλες ήταν ακόμα καλαμωτές ή από ξύλο. Τώρα οι δρόμοι, χωματόδρομοι ως επί το πλείστον, έσφυζαν από ανθρωπομάνι. Οι ντόπιοι ήταν κάθε λογής, κυρίως Καιρχινοί κι Αντορίτες. Παρ’ όλο που η πόλη βρισκόταν στην Καιρχινή μεριά του ποταμού Ερίνιν, το Μάερον τώρα δεν ανήκε σε καμία χώρα αλλά ισορροπούσε στο ανάμεσο, με κατοίκους και διερχόμενους από πεντ’ έξι χώρες. Είχαν εμφανιστεί μάλιστα και τρεις-τέσσερις Άες Σεντάι μετά την άφιξη του Ματ. Παρ’ όλο που φορούσε το μενταγιόν, απέφευγε να τις πλησιάζει —καλύτερα να μην πηγαίνεις γυρεύοντας— αλλά εκείνες είχαν φύγει βιαστικά, όπως είχαν έρθει. Σε σημαντικά ζητήματα, η τύχη του άντεχε. Μέχρι τώρα.
Οι κάτοικοι της πόλης έτρεχαν στις δουλειές τους και συνήθως δεν έδιναν σημασία στους άνδρες και τα γυναικόπαιδα που ήταν ντυμένοι με κουρέλια και τριγυρνούσαν ζαλισμένοι. Αυτοί οι κουρελήδες ήταν όλοι Καιρχινοί, και συνήθως, τριγυρνώντας, κατέληγαν στο ποτάμι και μετά ξαναγυρνούσαν στα στρατόπεδα προσφύγων που ήταν ολόγυρα στην πόλη. Ελάχιστοι όμως έφευγαν για να πάνε στην πατρίδα τους. Μπορεί ο εμφύλιος στην Καιρχίν να είχε τελειώσει, αλλά υπήρχαν ακόμα συμμορίες ληστών, κι επίσης φοβούνταν τους Αελίτες. Δεν ήταν απίθανο να φοβούνταν τον Αναγεννημένο Δράκοντα, σκεφτόταν ο Ματ. Η απλή αλήθεια ήταν μία· είχαν τρέξει ως εκεί που μπορούσαν, και κανένας δεν είχε κουράγιο για κάτι παραπάνω από αυτές τις βόλτες στο ποτάμι για μια ματιά στο Άντορ.
Οι στρατιώτες της Ομάδας ήταν ανάμεσα στα πλήθη και γυρνούσαν στα μαγαζιά και τα ταβερνεία· οι βαλλιστροφόροι κι οι τοξότες φορούσαν γιλέκα γεμάτα ατσάλινους δίσκους, ενώ οι λογχοφόροι καταχτυπημένους θώρακες, που είχαν βρει πεταμένους ή τους είχαν πάρει από νεκρούς. Παντού έβλεπες θωρακισμένους καβαλάρηδες, Δακρυνούς λογχοφόρους που φορούσαν γεισωτά κράτη, Καιρχινούς με κράνη σε σχήμα καμπάνας, ακόμα και μερικούς Αντορίτες που φορούσαν κωνικά κράνη με καγκελωτές προσωπίδες. Ο Ράχβιν είχε διώξει πολλούς άξιους ανθρώπους από τους Φρουρούς της Βασίλισσας, άνδρες που παραήταν πιστοί στη Μοργκέις, και κάποιοι απ’ αυτούς είχαν έρθει στην Ομάδα. Πλανόδιοι πωλητές τριγυρνούσαν μέσα στο πλήθος με τους δίσκους τους, διαλαλώντας ότι είχαν βελόνες και κλωστές, αλοιφές —που δήθεν θεράπευαν όλες τις πληγές— και γιατρικά —για τα πάντα, από τις φουσκάλες στα πόδια μέχρι τη διάρροια και τον πυρετό—, σαπούνι, μπακιρένια κατσαρολικά και ποτήρια για τα οποία εγγυώνταν ότι δεν θα σκούριαζαν, μάλλινες κάλτσες, μαχαίρια και εγχειρίδια από το καλύτερο Αντορινό ατσάλι —σου έδιναν το λόγο τους γι’ αυτό — και κάθε τι που μπορεί να χρειάζονταν οι στρατιώτες ή που οι πλανόδιοι νόμιζαν ότι μπορούσαν να τους πείσουν ότι χρειάζονταν. Η οχλοβοή ήταν τόσο δυνατή που τρία βήματα πιο πέρα οι φωνές των εμπόρων δεν ακούγονταν.