Выбрать главу

Οι στρατιώτες αναγνώριζαν αμέσως τον Ματ, φυσικά, κι αρκετοί ζητωκραύγασαν, ακόμα και κάποιοι που ήταν μακριά και δεν έβλεπαν παρά μόνο το πλατύγυρο καπέλο του και την παράξενη λόγχη του. Αυτά τον χαρακτήριζαν, όπως ένας θυρεός χαρακτήριζε τον ευγενή. Είχε ακούσει όλες τις φήμες για τον λόγο που αποστρεφόταν να φορά αρματωσιά και κράνος· υπήρχαν πολλές και διάφορες· άλλοι έλεγαν ότι ήταν από ανδρεία ανάμικτη με τρέλα, άλλοι ότι μόνο ένα όπλο φτιαγμένο από τον ίδιο τον Σκοτεινό μπορούσε να τον σκοτώσει. Μερικοί έλεγαν ότι το καπέλο του το είχαν δώσει οι Άες Σεντάι, κι όσο το φορούσε τίποτα δεν μπορούσε να τον σκοτώσει. Η αλήθεια ήταν ότι επρόκειτο για ένα απλό καπέλο και το φορούσε επειδή του χάριζε σκιά. Κι επειδή του θύμιζε με τον καλύτερο τρόπο να αποφεύγει τα μέρη όπου μπορεί να χρειαζόταν κράνος και πανοπλία. Οι ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τη λόγχη του, με την επιγραφή που ελάχιστοι, ακόμα και μεταξύ των ευγενών, μπορούσαν να διαβάσουν, ήταν ακόμα πιο εξωφρενικές. Καμία, όμως, δεν συγκρινόταν με την αλήθεια. Η λεπίδα με το σήμα των κορακιών είχε κατασκευαστεί από Άες Σεντάι στον Πόλεμο της Σκιάς, πριν από το Τσάκισμα· δεν χρειαζόταν ποτέ ακόνισμα, κι ο Ματ ήταν σίγουρος ότι δεν θα έσπαγε, ακόμα κι αν προσπαθούσε ο ίδιος να το κάνει.

Κούνησε το χέρι για να απαντήσει σ’ εκείνους που κραύγαζαν «Το Φως να φωτίζει τον Άρχοντα Μάτριμ!» κι «Ο Άρχοντας Μάτριμ κι η νίκη!» κι άλλες τέτοιες φαιδρότητες, και διέσχισε τα πλήθη μαζί με τον Εντόριον. Τουλάχιστον, δεν χρειαζόταν να σπρώχνει για να περάσει· του έκαναν χώρο μόλις τον έβλεπαν. Ευχόταν μόνο να μη τον κάρφωναν με το βλέμμα τους οι πρόσφυγες, σαν να είχε το κλειδί των ελπίδων τους στην τσέπη του. Είχε φροντίσει να προμηθεύονται τρόφιμα με καραβάνια από το Δάκρυ, αλλά πέρα απ’ αυτό, δεν ήξερε τι μπορούσε να κάνει. Πολλοί ήταν όχι μόνο κουρελήδες αλλά και καταβρώμικοι.

«Δεν έφτασε το σαπούνι στα στρατόπεδα;» μουρμούρισε.

Παρά τον αχό, ο Εντόριον τον άκουσε. «Έφτασε. Οι περισσότεροι πάνε στους πραματευτές και το ανταλλάσσουν με φτηνό κρασί. Δεν θέλουν σαπούνι· θέλουν να περάσουν το ποτάμι, ή να πνίξουν τα βάσανά τους».

Ο Ματ άφησε ένα ξινό μουγκρητό. Το μόνο πράγμα που δεν μπορούσε να τους προσφέρει ήταν πέρασμα στο Αρινγκίλ.

Προτού ο εμφύλιος κι άλλα χειρότερα ρημάξουν την Καιρχίν, το Μάερον ήταν σταθμός για το εμπόριο μεταξύ Καιρχίν και Δακρύου, κι αυτό σήμαινε πως όσα ήταν τα σπίτια του, άλλα τόσα ήταν τα πανδοχεία και τα καπηλειά. Τα πρώτα πέντε που είχε τρυπώσει να δει δεν διέφεραν πολύ, από την Αλεπού και τη Χήνα ως το Μαστίγιο του Καραγωγέα· ήταν πέτρινα κτήρια με τα τραπέζια γεμάτα και περιστασιακούς καυγάδες με γρονθοκοπήματα, στους οποίους ο Ματ δεν έδινε σημασία. Κανένας όμως δεν ήταν πιωμένος.

Η Πύλη του Ποταμού, στην άλλη άκρη της πόλης, ήταν το καλύτερο πανδοχείο του Μάερον, όμως στις πόρτες του με τους σκαλισμένους ήλιους υπήρχαν καρφωμένες σανίδες που αποτελούσαν μια υπενθύμιση στους πανδοχείς και τους οινοπώλες να μην αφήνουν τους στρατιώτες της Ομάδας να μεθούν. Πάντως, ακόμα κι οι νηφάλιοι στρατιώτες τσακώνονταν μεταξύ τους, Δακρυνοί εναντίον Καιρχινών εναντίον Αντοριτών, πεζοί εναντίων έφιππων, οι άνδρες του ενός άρχοντα εναντίον των ανδρών του άλλου, οι βετεράνοι εναντίον των νεοσύλλεκτων, οι στρατιώτες εναντίον των άμαχων. Τους καυγάδες, όμως, τους σταματούσαν πριν κλιμακωθούν άνδρες που έφεραν ρόπαλα κι είχαν κόκκινες πλατιές λουρίδες που τυλίγονταν από τον καρπό ως τον αγκώνα. Κάθε μονάδα συνεισέφερε με τη σειρά της στους Κοκκινόχερους, διαφορετικούς άνδρες κάθε μέρα, κι οι Κοκκινόχεροι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν για τις ζημιές που συνέβαιναν όσο είχαν υπηρεσία. Τους πρόσφερε κίνητρο για να επιβάλλουν την ειρήνη.