Στην Αλεπού και τη Χήνα, ένας βάρδος, ένας γεροδεμένος μεσήλικας, πετούσε κι έπιανε στον αέρα φλεγόμενα ραβδιά, ενώ ένας άλλος, ένας κοκαλιάρης στο Πανδοχείο του Ερινίν, είχε πιάσει την άρπα του και τραγουδούσε ένα κομμάτι από το Μεγάλο Κυνήγι τον Κέρατος. Παρά τη ζέστη, κι οι δύο φορούσαν τους χαρακτηριστικούς μανδύες τους, που ήταν γεμάτοι μπαλώματα σε εκατό χρώματα που ανέμιζαν με κάθε κίνηση· κάθε βάρδος θα προτιμούσε να χάσει το χέρι του παρά τον μανδύα του. Το κοινό ήταν αρκετά προσηλωμένο —οι περισσότεροι θεατές προέρχονταν από χωριά που καλωσόριζαν με ενθουσιασμό την επίσκεψη ενός βάρδου—, περισσότερο κι από το κοινό μιας κοπέλας που τραγουδούσε σ’ ένα τραπέζι σε μια ταβέρνα που ονομαζόταν Τρεις Πύργοι. Ήταν όμορφη, με μακριές, μελαχρινές μπούκλες, όμως το τραγούδι για την αληθινή αγάπη δεν επρόκειτο να συγκινήσει τους άνδρες που γκάριζαν και γελούσαν καθώς τα έπιναν. Στα υπόλοιπα μέρη δεν υπήρχε ιδιαίτερη ψυχαγωγία εκτός από έναν-δυο μουσικούς, όμως τα πλήθη ήταν ακόμα πιο φωνακλάδικα και στα μισά τραπέζια έπαιζαν ζάρια, κάτι που έκανε τα δάχτυλα του Ματ να συσπαστούν. Όμως ήταν αλήθεια ότι κέρδιζε σχεδόν πάντα, τουλάχιστον στα ζάρια, και δεν θα ήταν σωστό να πάρει χρήματα από τους δικούς του στρατιώτες. Γιατί στρατιώτες ήταν οι περισσότεροι που κάθονταν στα τραπέζια· ελάχιστοι πρόσφυγες είχαν λεφτά για να τα ξοδεύουν στα πανδοχεία.
Υπήρχαν και λίγοι άλλοι ανάμεσα στα μέλη της Ομάδας. Εδώ ήταν ένας λεπτός Καντορινός με διχαλωτό γένι, με έναν σεληνόλιθο μεγάλο σαν φασόλι στο λοβό του αυτιού του κι ασημένιες αλυσίδες στο μπροστινό μέρος του κόκκινου σακακιού· εκεί, μια Ντομανή με μπρούτζινη επιδερμίδα που φορούσε σεμνό γαλάζιο φόρεμα, με άγρυπνο βλέμμα και δαχτυλίδια στολισμένα με πετράδια σε όλα της τα δάχτυλα· πιο πέρα, ένας Ταραμπονέζος με κωνικό γαλάζιο καπέλο με επίπεδη κορυφή και χοντρό μουστάκι κρυμμένο πίσω από ένα διάφανο πέπλο. Υπήρχαν παχουλοί με Δακρυνά σακάκια που στένευαν στη μέση και κοκαλιάρηδες με Μουραντιανά σακάκια που έφταναν ως το γόνατο· γυναίκες με κοφτερό βλέμμα και καλά φορέματα, με ψηλό γιακά ή που έφταναν ως τον αστράγαλο, αλλά πάντα καλοραμμένα, μάλλινα, σε σοβαρά χρώματα. Όλοι ήταν έμποροι, έτοιμοι να χιμήξουν όταν θα ξανάρχιζε το εμπόριο μεταξύ Άντορ και Καιρχίν. Και σε κάθε κοινή αίθουσα υπήρχαν δυο-τρεις άνδρες που κάθονταν απομονωμένοι, συνήθως μοναχοί, οι περισσότεροι με σκληρό βλέμμα, κάποιοι καλοντυμένοι, άλλοι ρακένδυτοι σχεδόν σαν τους πρόσφυγες, που όμως ο καθένας τους έδειχνε ότι ήξερε να χρησιμοποιήσει το σπαθί που είχε στο πλευρό ή στη ράχη του. Όχι μόνο άνδρες, αλλά και δύο γυναίκες που αναγνώρισε ο Ματ ανάμεσά τους, αν κι αυτές δεν έδειχναν να έχουν όπλα· η μια είχε ένα μακρύ ραβδί πεζοπορίας στηριγμένο στο τραπέζι της, κι ο Ματ φαντάστηκε ότι η άλλη είχε μαχαίρια κρυμμένα στο φόρεμα ιππασίας. Είχε κι ο ίδιος μερικά στιλέτα πάνω του. Ο Ματ υποψιαζόταν με μεγάλη βεβαιότητα τι μέρος του λόγου ήταν κι αυτή κι οι υπόλοιποι, και θα ήταν βλακεία της να είναι άοπλη.
Καθώς έβγαινε με τον Εντόριον από το Μαστίγιο του Καραγωγέα, ο Ματ κοντοστάθηκε για να κοιτάξει μια γεροδεμένη γυναίκα με σχιστό καφέ φόρεμα ιππασίας να ανοίγει δρόμο μέσα στο πλήθος. Τη γαλήνη του στρογγυλού προσώπου της διέψευδαν τα άγρυπνα μάτια της, που δεν έχαναν τίποτα απ’ ό,τι συνέβαινε στο δρόμο, όπως επίσης και το ρόπαλο με τα καρφιά στη ζώνη της κι ένα εγχειρίδιο πλατύ και με βαριά λεπίδα, σαν εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι Αελίτες. Υπήρχε, λοιπόν, και τρίτη γυναίκα σαν τις άλλες. Ήταν Κυνηγοί του Κέρατος, του θρυλικού Κέρατος του Βαλίρ που θα καλούσε τους νεκρούς ήρωες από τον τάφο για να πολεμήσουν στην Τελευταία Μάχη. Όποιος το έβρισκε, θα κέρδιζε μια θέση στα βιβλία της ιστορίας. Αν ζήσει κανείς για να τα γράψει, σκέφτηκε σαρκαστικά ο Ματ.
Κάποιοι πίστευαν ότι το Κέρας θα εμφανιζόταν εκεί που υπήρχε σάλος κι αναταραχή. Είχαν περάσει τετρακόσια χρόνια από την τελευταία φορά που είχε κηρυχθεί το Κυνήγι του Κέρατος, κι αυτή τη φορά στίφη ανθρώπων είχαν σπεύσει να πάρουν τους όρκους. Ο Ματ είχε δει κοπάδια Κυνηγών στους δρόμους της Καιρχίν και περίμενε ότι θα έβρισκε κι άλλα κοπάδια όταν έφτανε στο Δάκρυ. Δίχως αμφιβολία, τώρα θα χιμούσαν και στο Κάεμλυν επίσης. Ευχόταν να είχε βρει κάποιος απ’ αυτούς το Κέρας του Βαλίρ. Απ’ όσο ήξερε, το Κέρας του παλιοΒαλίρ ήταν παραχωμένο κάπου στα βάθη του Λευκού Πύργου, και ξέροντας τις Άες Σεντάι, ήταν σίγουρος ότι ελάχιστες γνώριζαν ότι το είχαν εκεί.
Ανάμεσα στον Ματ και στη γεροδεμένη γυναίκα παρήλαυνε ένα σώμα πεζών πίσω από έναν έφιππο αξιωματικό με χτυπημένο θώρακα και Καιρχινό κράνος, περίπου διακόσιοι λογχοφόροι, που τα όπλα τους σχημάτιζαν ένα ψηλό, μυτερό δάσος, ακολουθούμενοι από πενήντα και παραπάνω τοξότες με φαρέτρες στο πλάι και τόξα κρεμασμένα στους ώμους. Μπορεί να μην ήταν το μακρύ τόξο των Δύο Ποταμών, με το οποίο είχε μεγαλώσει ο Ματ, αλλά ήταν ικανοποιητικό όπλο. Είχε βρει με κόπο αρκετές βαλλίστρες για να τις διανείμει στους άνδρες του, αν κι οι τοξότες δεν είχαν αλλάξει τα όπλα τους με προθυμία. Τραγουδούσαν καθώς προήλαυναν, κι η χορωδία των φωνών ακουγόταν μέσα στην υπόλοιπη φασαρία.