Μεγάλο πλήθος αμάχων τούς είχε πάρει στο κατόπι, άνθρωποι της πόλης μαζί με πρόσφυγες, όλοι νέοι, που κοίταζαν με περιέργεια κι άκουγαν προσεκτικά. Ο Ματ πάντα απορούσε μ’ αυτό. Όσο χειρότερη παρίστανε το τραγούδι τη στρατιωτική ζωή —κι αυτό δεν ήταν από τα χειρότερα— τόσο μεγαλύτερο ήταν το πλήθος. Σίγουρα, κάποιοι απ’ αυτούς τους νεαρούς θα πλησίαζαν να μιλήσουν μ’ έναν σημαιοφόρο την ίδια μέρα, κι οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα υπέγραφαν το όνομά τους ή θα έκαναν ένα σημαδάκι. Πρέπει να πίστευαν ότι με το τραγούδι οι στρατιώτες ήθελαν να τους τρομάξουν και να κρατήσουν τη δόξα και το πλιάτσικο. Τουλάχιστον, οι λογχοφόροι δεν τραγουδούσαν το «Χόρεψε με τον Φύλακα των Σκιών». Ο Ματ μισούσε εκείνο το τραγούδι. Όταν τα παλικαράκια καταλάβαιναν ότι ο Φύλακας των Σκιών ήταν ο χάρος, τότε θα έτρεχαν να βρουν κανέναν σημαιοφόρο.
«Πολύς κόσμος αναρωτιέται», είπε ο Εντόριον αδιάφορα, ενώ το άγημα έστριβε πιο κάτω στο δρόμο συνοδεία των ηλιθίων, «πότε θα ξεκινήσουμε προς τον Νότο. Κυκλοφορούν φήμες». Κοίταξε τον Ματ με την άκρη του ματιού του, προσπαθώντας να καταλάβει τη διάθεσή του. «Πρόσεξα ότι οι γιατροί εξετάζουν τα άλογα που έχουμε για τις άμαξες των εφοδίων».
«Θα ξεκινήσουμε όταν είναι να ξεκινήσουμε», του είπε ο Ματ. «Καλύτερα να μη μάθει ο Σαμαήλ ότι ερχόμαστε».
Ο Εντόριον τον κοίταξε ανέκφραστος. Αυτός ο Δακρυνός δεν ήταν αφελής. Όχι ότι ήταν αφελής ο Ναλέσεν —απλώς καμιά φορά τον έπιανε ο ενθουσιασμός του— αλλά ο Εντόριον διέθετε οξύτητα πνεύματος.
Ο Ναλέσεν δεν θα είχε προσέξει τους πεταλωτές. Κρίμα που ο Οίκος Αλντιάγια ήταν ανώτερος του Οίκου Σελόρνα, αλλιώς ο Ματ θα έβαζε τον Εντόριον στη θέση του Ναλέσεν. Αυτοί οι βλάκες, οι ευγενείς, με τη βλακώδη προσήλωση τους στην ιεραρχία. Όχι, ο Εντόριον δεν ήταν χοντροκέφαλος· ο Ματ ήξερε ότι μόλις η Ομάδα ξεκινούσε προς τον Νότο, το νέο θα διαδιδόταν με τα πλοία του ποταμού, ίσως επίσης και με περιστέρια. Δεν θα στοιχημάτιζε ότι δεν υπήρχαν κατάσκοποι στο Μάριγκαν, ακόμα κι αν ένιωθε την τύχη του να του χαμογελά.
«Υπάρχει, επίσης, μια φήμη ότι ο Άρχοντας Δράκοντας βρισκόταν χθες στην πόλη», είπε ο Εντόριον, όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε μέσα στη φασαρία του δρόμου.
«Το πιο σημαντικό που συνέβη χθες», είπε σαρκαστικά ο Ματ, «ήταν πως έκανα μπάνιο για πρώτη φορά ύστερα από μια βδομάδα. Έλα τώρα. Θέλουμε πολλή ώρα για να τελειώνουμε, κι ο ήλιος γέρνει».
Θα έδινε πολλά για να μάθει πώς είχε διαδοθεί αυτή η φήμη. Μόνο ο χρόνος ήταν λάθος κατά μισή μέρα, και βέβαια δεν υπήρχε κανένα μάτι μπροστά να τους δει. Είχε συμβεί τις μικρές ώρες του πρωινού, όταν μια χαρακιά φωτός είχε φανεί ξαφνικά στο δωμάτιό του στο Χρυσό Ελάφι. Ο Ματ είχε χιμήξει απεγνωσμένα στην άλλη άκρη του κρεβατιού με τους τέσσερις στύλους, έχοντας τη μια μπότα στο πόδι και την άλλη μισοβγαλμένη, τραβώντας συνάμα το μαχαίρι που είχε πάντα στην πλάτη του, και μόνο τότε κατάλαβε ότι ήταν ο Ραντ που έβγαινε από εκείνη την τρύπα στο τίποτα, μάλλον ερχόμενος από το παλάτι του Κάεμλυν, όπως έδειχναν οι κολόνες, οι οποίες φάνηκαν προτού σβήσει το άνοιγμα. Τον είχε τρομάξει ο τρόπος που ο Ραντ είχε έρθει μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, κατευθείαν στο δωμάτιό του, δίχως Αελίτες, οι οποίοι ακόμα έκαναν τις τρίχες να σηκώνονται στον λαιμό του. Το άνοιγμα θα τον είχε κόψει στα δυο, έτσι και στεκόταν σε λάθος σημείο. Δεν του άρεσε η Μία Δύναμη. Το όλο συμβάν ήταν πολύ παράξενο.
«Σπεύσε βραδέως, Ματ», είχε πει ο Ραντ, κόβοντας βόλτες μέσα στο δωμάτιο. Δεν είχε ρίξει ούτε μια ματιά στον Ματ. Το πρόσωπό τον γυάλιζε από τον ιδρώτα και τα σαγόνια του ήταν σφιγμένα. «Πρέπει να δει τον ερχομό του στρατού. Τα πάντα βασίζονται σ’ αυτό».